Τα θεματικά ρεσιτάλ ειδικά της φωνητικής μουσικής είναι ένα σπάνιο φαινόμενο στη χώρα μας, έτσι το ρεσιτάλ της σοπράνο Ιουλίας Τρούσσα στην αίθουσα Μητρόπουλου στο Μέγαρο Μουσικής είχε ένα ιδιαίτερο μουσικό όσο και καλλιτεχνικό ενδιαφέρον. Μέσα από αυτό το ρεσιτάλ η τέχνη του Ιταλικού τραγουδιού που έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις, αποκαλύφθηκε σε όλο της το εύρος. Δεν είναι και εύκολο πράγμα να προσπαθήσει κανείς στη διάρκεια δύο ωρών να εκφρασθεί με τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους τρόπους που απαιτούν τα τραγούδια αυτά που εκτείνονται από άριες αντίκες μέχρι και τον 20ο αιώνα. H Ioυλία Τρούσσα απέδειξε πως έχει την τεχνική για να αντεπεξέλθει σε αυτές τις απαιτήσεις, αλλά και την απαιτούμενη φωνή η οποία δεν έχει χάσει τίποτα από την φρεσκάδα και την λάμψη της. Από τις κολορατούρες της άριας στον «Farnace» του Βιβάλντι, με τα γρήγορα περάσματα και τα ρυθμικά παιχνιδίσματα, μέχρι τον συγκρατημένο λυρισμό, και την απέριττη μελωδική γραμμή της άριας του «Bajazet» του ίδιου συνθέτη, που ήταν μια από τις ομορφότερες στιγμές της βραδιάς, και απο τις λυρικές εξάρσεις του Βέρντι και του Ντονιτζέττι, έως τις λεπτεπίλεπτες λυρικές αποχρώσεις του Πουτσίνι και του Βόλφ-Φεράρι, η φωνή της ακολουθούσε τους μυστικούς μουσικούς δρόμους του κάθε συνθέτη αποκαλύπτοντάς μας το βαθύτερο δυνατόν επίπεδο του κάθε τραγουδιού.
Εκτός όμως από μια σίγουρη και σωστή τεχνική η Ι.Τρούσσα διαθέτει και μια τεράστια σκηνική πείρα από την μακρόχρονη θητεία της στην Λυρική Σκηνή, (αλήθεια γιατί αυτή η αδικαιολόγητη απουσία της από την ΕΛΣ τα δύο τελευταία χρόνια; ) η οποία την βοήθησε σημαντικά. Πάνω απ’όλα όμως είναι μια ολοκληρωμένη μουσικός όπως απέδειξε στα τραγούδια του Ροσσίνι και του Ντονιτζέττι, με μια φωνή της οποίας η χροιά κυμαίνεται από την ελαφράδα και το κέφι της Ροσίνιας «Danza», μέχρι τις τραγικές κραυγές στο άγνωστο τραγούδι του Ντονιτζέττι «la mere et l’ enfant» όπου η φωνή απέκτησε ένα σκουρότερο και δραματικότερο χρώμα. Στα τραγούδια όμως του Πουτσίνι ( ιδιαίτερα στο υπέροχο αφιέρωμα στον Παγκανίνι), του Καταλάνι και του Βόλφ Φερράρι η Ι.Τρούσσα ήταν στο πραγματικό της στοιχείο. Η καθαρά λυρική φωνή της με τις όμορφες μελωδικές γραμμές και τις μεστές μεσαίες περιοχές μας αποκάλυψε όλη την ευαισθησία και την κρυφή ομορφιά αυτών των μικρών μαργαριταριών. Τέλος μας αντάμειψε με ένα άλλο μαργαριτάρι, ένα τραγούδι του Λαμπελέτ, που μας άνοιξε την όρεξη για ένα νέο ρεσιτάλ, αυτή τη φορά με τραγούδια Ελλήνων συνθετών.
Το άλλο μισό της βραδιάς απετέλεσε η συνοδεία στο πιάνο του πιανίστα Χρόνη Μπάνου. Το παίξιμό του δεν ξέφυγε ούτε χιλιοστό από το μουσικό ήθος των τραγουδιών που ερμήνευε, χωρίς να επιτρέψει στον εαυτό του να υπερβάλλει, η αντίθετα να είναι υποτονικός, ακόμα και σε τραγούδια που μια τέτοια πρακτική δεν θα ήταν ενοχλητική. Κράτησε μια εξαιρετική ισορροπία μεταξύ του πιάνου και της φωνής έτσι ώστε το ένα να συμπληρώνει το άλλο και όχι να το καλύπτει. Σπάνια δύο καλλιτέχνες έχουν τέτοια μουσική ομοψυχία.
Ήταν ένα ρεσιτάλ βαθιά μελετημένο μέχρι και την παραμικρή του λεπτομέρεια, τόσο μουσικά όσο και δραματικά, κάτι που αποτελεί σπανιότατο φαινόμενο με τους Έλληνες μουσικούς. Μια μουσική μυσταγωγία της οποίας αναμένουμε την συνέχεια.