Η λέξη “κριτική” είναι ίσως η πιο παρεξηγημένη λέξη στον χώρο της Τέχνης. Η εικόνα του κριτικού, κατά κανόνα, είναι πως πρόκειται για έναν μονόχνωτο άνθρωπο, ο οποίος θα ήθελε να γίνει καλλιτέχνης, αλλά στην πορεία απέτυχε και αποφάσισε να βγάλει τα απωθημένα του σε στήλες κριτικής. Όσον αφορά στον απλό ακροατή-θεατή ο κριτικός του είναι κατά κανόνα αδιάφορος, εκτός και αν γράφει με επιθετικά δηλητηριώδες ύφος, οι δε καλλιτέχνες τον αντιμετωπίζουν θετικά μόνο όταν γράφει καλά λόγια, αλλά με θυμό και αδιαφορία, στην καλύτερη των περιπτώσεων, όταν γράφει αρνητικά.
Τί εννοούμε όμως με τη λέξη “κριτική” και ποια είναι η φύση της;
Η κριτική είναι μια νοητική συναισθηματική διεργασία, αντίδραση σε ένα έργο Τέχνης, από έναν άνθρωπο ο οποίος έχει την παιδεία και τις γνώσεις (και επιμένω στη λέξη παιδεία), ώστε να κατανοήσει σε βάθος την αξία του αντικειμένου και να το αξιολογήσει.
Ο κριτικός οφείλει να μπορεί να καταλαβαίνει και να ευαισθητοποιείται απέναντι σε ένα έργο Τέχνης, να κατανοεί τις αρετές του και τα βαθύτερα νοητικά και αισθητικά επίπεδά του, έτσι ώστε να μπορεί να το κατατάξει σε μία κλίμακα, την οποία ο ίδιος έχει δημιουργήσει, βάσει των δικών του αισθητικών κριτιρίων.
Το έργο Τέχνης, όποιο και αν είναι αυτό, ένα θεατρικό έργο, μια συμφωνία, μια όπερα, ένα γλυπτό ή ένας πίνακας, έχει μια εσωτερική αξία, αυτό που οι Άγγλοι ονομάζουν intrinsic value. Ακριβώς αυτό το στοιχείο καλείται ο κριτικός να ανακαλύψει και να αξιολογήσει. Καθόλου εύκολη υπόθεση, μιας και η νοητική αυτή διεργασία μπορεί να επηρεαστεί από πολλούς εξωτερικούς παράγοντες και κυρίως από την διάθεση του ίδιου του κριτικού, από τις προκαταλήψεις του και από την ίδια την αισθητική του παιδεία. Μπορεί πιθανώς να μην του αρέσει ο Βάγκνερ ή ο Nταλί ή αντίθετα να λατρεύει τον Βέρντι και τον Μικελάντζελο, στον Μότσαρτ δεν αναφέρομαι γιατί δεν πιστεύω πως υπάρχει άνθρωπος που να μην του αρέσει. Μπορεί, λοιπόν, να κρίνει ένα έργο Τέχνης, που δεν συμπαθεί ή όχι ; Πιστεύω πως ναι, αν μη τι άλλο οφείλει να υπερβεί τις προσωπικές του επιλογές και να εστιάσει την προσοχή του στο έργο, έτσι ώστε απρόσκοπτα να αποκαλύψει τις κρυφές πτυχές του και να βγάλει στην επιφάνεια την εσωτερική του αξία.
Είναι πολύ φυσικό ο κριτικός να χρησιμοποιεί ορισμένα εργαλεία, όπως κάνει ο ζωγράφος ή ο γλύπτης. Ποια είναι αυτά; H παιδεία του, το αισθητήριο του, η βαθύτερη γνώση του αντικειμένου του και κυρίως το ένστικτό του. Ίσως το ένστικτο να είναι και ο καλύτερος οδηγός ενός κριτικού, ο οποίος οσφρίζεται το ωραίο όπως, ας μου επιτραπεί η έκφραση, τα σκυλιά την αλεπού στο κυνήγι! Το άλλο σημαντικό του όπλο είναι η γνώση και κυρίως η πληροφόρηση. Στον κόσμο της όπερας, για παράδειγμα, ο κριτικός οφείλει όχι μόνο να γνωρίζει σε βάθος το έργο που ακούει, το ιστορικό του πλαίσιο, αλλά και να είναι ενημερωμένος ως προς την παραστασιολογία, τους ερμηνευτές και τόσα άλλα στοιχεία, που θα τον βοηθήσουν να το κατατάξει ιστορικά και αισθητικά. Το ίδιο συμβαίνει σε όλες τις Καλές Τέχνες. Η γνώση, λοιπόν, του αντικειμένου κριτικής είναι εξαιρετικά σημαντική.
Τοποθετώντας το έργο Τέχνης στο ιστορικό του πλαίσιο, αποκτούμε μια πιο σαφή και πλήρη γνώση του αντικειμένου, γιατί εισερχόμαστε σε ένα δεύτερο επίπεδο αναγνωσιμότητας, το οποίο εμβαθύνει τον ορίζοντά μας και μας επιτρέπει μια πιο ουσιαστική αισθητική εμπειρία.
Μία άλλη ερώτηση που έρχεται στον νου μας, είναι κατά πόσον η κριτική είναι η απόλυτη αλήθεια ή μια καθαρά προσωπική άποψη.
Νομίζω πως είναι ένα μείγμα και των δύο αυτών στοιχείων. Θα ήταν ανόητο να υποθέσουμε πως ο κριτικός μπορεί να παραμείνει αμέτοχος και αποστασιοποιημένος, ως προς το έργο Τέχνης, απλούστατα επειδή διαθέτει συναισθήματα, τα οποία ενεργοποιούνται, κατά την θεώρηση του έργου Τέχνης. Υπάρχει ένα πρώτο συγκινησιακό επίπεδο, αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει στην πραγματεία του “Περί Ποιητικής” έλεος και φόβο, τα οποία στην πορεία οδηγούν στην κάθαρση. Η κάθαρση αυτή έχει τριπλή φύση, είναι συναισθηματική, αισθητική και γνωσιολογική (γνώση της φύσης των συναισθημάτων) ταυτόχρονα. Τα συναισθήματα μας αποκαλύπτουν και την βαθύτερη ουσία του αντικειμένου, επιτρέποντάς μας να αποκτήσουμε μια βαθύτερη γνώση της φύσης του, και συγχρόνως μας οδηγούν στην κάθαρση, που όπως αναφέραμε και πιο πάνω, είναι μια νοητική, συναισθηματική και γνωσιολογική διεργασία.
Αν, λοιπόν, ένα έργο Τέχνης έχει μια τέτοια εσωτερική δύναμη, ώστε να προκαλέσει όλη αυτή τη διεργασία, τότε ο κριτικός έχει ένα πολύ σημαντικό κριτήριο αξιολόγησης του έργου Τέχνης.
Βέβαια ο βαθμός της “συν κίνησης”, που έχει ένας κριτικός απέναντι στο αντικείμενο, που καλείται να κρίνει, εξαρτάται και από άλλους προσωπικούς παράγοντες, τις δικές του προτιμήσεις, την ψυχική του διάθεση, τις αισθητικές του προσλαμβάνουσες. Όλα αυτά τα στοιχεία επηρεάζουν, ως έναν σημαντικό βαθμό, την κριτική του και τον χαρακτηρίζουν ως κριτικό, έτσι ώστε όταν διαβάζουμε ένα κείμενό του, να γνωρίζουμε το ύφος και το στιλ του κάθε κριτικού. Άλλος είναι πιο εγκεφαλικός, άλλος πιο συναισθηματικός, άλλος πιο ήπιος ή πιο επιθετικός, ανάλογα με τον χαρακτήρα του.
Ένα άλλο σημαντικό ερώτημα, που προσωπικά με έχει απασχολήσει, είναι η “ηθική” στάση, ως προς τον καλλιτέχνη, ενός κριτικού.
Χρειάζεται ένας κριτικός μια ηθική θεώρηση στην εργασία του ή όχι; Πολλές φορές η απόλυτη αλήθεια μπορεί να γίνει ωμότητα. Όταν για παράδειγμα ακούμε έναν τραγουδιστή με μια κακή φωνή, δεν θα πούμε πως είναι ένας απαίσιος τραγουδιστής χωρίς φωνή, αυτό κατά τη γνώμη μου είναι ωμότητα, όπως δεν θα τον πούμε χοντρό, κοντό ή άσχημο. Υπάρχει μια ηθική στάση απέναντι σε έναν καλλιτέχνη, ένας βασικός σεβασμός, ως προς την προσπάθειά του, και υπάρχει ένας άλλος τρόπος να υπογραμμίσει κανείς τα φωνητικά του προβλήματα, εστιάζοντας στην κακή τεχνική του, και στον τρόπο ερμηνείας του. Ο κριτικός οφείλει να γνωρίζει τις ικανότητες του καλλιτέχνη και να τον κρίνει, βάσει των δικών του ικανοτήτων. Το να γράφει κανείς πως η τάδε τραγουδίστρια δεν είναι καλή, γιατί δεν τραγουδάει σαν την Κάλλας, είναι τουλάχιστον ανόητο.
Αυτό που αποτελεί το δικό μου προσωπικό κριτήριο ως κριτικός, είναι ένα και μοναδικό, η ειλικρίνεια που προβάλλει ο καλλιτέχνης στο έργο του, όταν δεν προσπαθεί να παραπλανήσει το κοινό, με διάφορα τεχνικά κόλπα, για να καλύψει τις αδυναμίες του. Αντίθετα θεωρώ πως αυτές οι όποιες αδυναμίες είναι μέρος της προσωπικότητάς του και της αλήθειας, που εκφράζει μέσα από την Τέχνη του. Αγαπώ την Κάλλας έστω και με το ιδιαίτερο βιμπράτο ή τις σπασμένες νότες, γιατί αυτό που εκφράζει μέσα από το τραγούδι της είναι η δική της αλήθεια.
Έχει την δική της ικανότητα να μας συγκινήσει με το τραγούδι της, γιατί αυτό είναι άμεσο και ειλικρινές. Αν ένας ερμηνευτής κατορθώσει να εκφραστεί με αυτόν τον τρόπο, για εμένα προσωπικά, είναι ένας μεγάλος καλλιτέχνης.
Και φτάνουμε σε αυτό που και πάλι οι Αγγλοι λένε “The elephant in the room”, δηλαδή την ερώτηση, χρειάζεται η κριτική, χρειαζόμαστε τον κριτικό;
Ίσως ναι, ίσως και όχι…ξέρω πολλούς φίλους μου που δεν διαβάζουν ποτέ μια κριτική, ούτε επηρεάζονται από αυτήν, έχουν τις δικές τους απόψεις και τα δικά τους αισθητικά κριτήρια. Πολλές φορές η άποψή μου διαφέρει ουσιαστικά από την δική τους. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι οι “αμύητοι” ακροατές επηρεάζονται κατά κανόνα σε ένα πρώτο επιφανειακό επίπεδο, το οποίο καταλήγει πάντα στο “εμένα μου αρέσει” ή “δεν μου αρέσει”, ενώ ο κριτικός, ο οποίος είναι ικανός να εισχωρήσει σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο ανάγνωσης του έργου, ανακαλύπτει πράγματα που διαφεύγουν από τους άλλους. Αυτό όμως μπορεί να είναι και μια παγίδα, η υπερβολική γνώση μπορεί να οδηγήσει τον κριτικό στην υπερανάλυση, στερώντας του την συναισθηματική του εμπλοκή, με αποτέλεσμα οι διεργασίες, που αναφέραμε πιο πάνω, να μην λάβουν χώρα και έτσι ο κριτικός να χάσει ένα σημαντικό στοιχείο, την συγκινησιακή δύναμη του έργου Τέχνης. Πολλές φορές έχω παρακολουθήσει όπερα με φίλους τραγουδιστές και όταν στο διάλειμμα αναφέρομαι σε έναν τραγουδιστή που μου άρεσε, η αντίδραση είναι “ναι, αλλά ήταν χαμηλή, έφευγε από τον τόνο μερικές φορές” και άλλες τέτοιες τεχνικής φύσεως παρατηρήσεις. Έχουν αυτά σημασία; Ναι, σε ένα επίπεδο καθαρά ενημερωτικό, όχι όμως ως προς την τελική αξιολόγηση. Είναι σαν να λέμε δεν μου αρέσει η Τζοκόντα του Ντα Βίντσι, γιατί είναι ζωγραφισμένη με κακής ποιότητας χρώμα, ή ο καμβάς δεν είναι καλός. Αυτές οι τεχνικές λεπτομέρειες δεν επηρεάζουν κατά τη γνώμη μου την αισθητική δύναμη και ουσία ενός έργου Τέχνης, αυτό που έχει σημασία είναι η βαθύτερη εσωτερική του αξία και ο τρόπος που αυτή εκφράζεται σαν αλήθεια.
Η φύση, λοιπόν, της κριτικής είναι, κατά τη γνώμη μου, απροσδιόριστη, γιατί έχει μια πρωτεϊκή μορφή, η οποία επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, ακριβώς επειδή η Τέχνη έχει μια δυναμική, που μεταβάλλεται συνέχεια, από τις αισθητικές τάσεις της κάθε εποχής και συνεχώς επαναπροσδιορίζεται, ενώ ο κριτικός οφείλει να βρίσκεται πάντα σε εγρήγορση του περιρρέοντος περιβάλλοντος.
Βλέπουμε, λοιπόν, πως η κριτική είναι μια δύσκολη πνευματική εργασία, που απαιτεί από τον κριτικό γνώση, εμπειρία, αισθητικό κριτήριο και ένστικτο. Η κριτική πρέπει να βοηθά τον αναγνώστη να καταλάβει το έργο Τέχνης, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, αποκαλύπτοντάς του την εσωτερική αξία του και εστιάζοντας την προσοχή του σε σημεία τα οποία διαφεύγουν της προσοχής του, έτσι ώστε να μπορέσει να αποκτήσει μια πιο εμπεριστατωμένη άποψη. Ο κριτικός, εν κατακλείδι, έχει τεράστια ευθύνη τόσο προς το κοινό του όσο και προς τους καλλιτέχνες, τους οποίους κρίνει, διότι χωρίς αυτούς απλά δεν θα είχε γνωστικό αντεικείμενο.
επειμέλεια κειμένου: Γιώργος Αχλαδιώτης