Ας ξεκινήσουμε λέγοντας πως οποιοδήποτε Θέατρο στον κόσμο αποφασίζει να ανεβάσει το έργο αυτό του Ρίχαρντ Στράους, και για πολλούς το αριστούργημά του, θα πρέπει να θεωρεί ένα τέτοιο εγχείρημα ως εξαιρετικά δύσκολο, σχεδόν ακατόρθωτο. Εκτός από τις πολύ μεγάλες φωνές που απαιτούνται, και εδώ μιλάμε για πραγματικά μεγάλες φωνές, εκτός από την τεράστια ορχήστρα που απαιτεί ο Στράους, έχει κανείς να αντιμετωπίσει και ένα πολύπλοκο και πολύ στρυφνό λιμπρέτο, με πολύπλοκες και δύσκολες σκηνικές αλλαγές.
Το Μέγαρο Μουσικής ξεπερνώντας πραγματικά τον εαυτό του, άνοιξε την φετινή του σαιζόν με το έργο αυτό του Στράους, συνεχίζοντας την δημιουργία παράδοσης παρουσιάσεως των έργων του μεγάλου αυτού συνθέτη στην Ελλάδα. Σε συνεργασία με την Πολιτιστική Ολυμπιάδα, έδωσε το μάξιμουμ των δυνατοτήτων του, τόσο από τεχνικής άποψης όσο και από μουσικής, για να δικαιώσει απόλυτα αυτή την επιλογή.
Ο Hans Schavernoch δημιούργησε ένα πολύπλοκο σε σύλληψη σκηνικό βασισμένο σε διάφορα επίπεδα , και σε μια σειρά από «παντζούρια» που ανοιγόκλειναν οριοθετώντας τον σκηνικό χώρο. Οι αλλαγές γινόντουσαν με εντυπωσιακά γρήγορο τρόπο, χωρίς να καθυστερείται η εξέλιξη του δράματος, ένα πραγματικό επίτευγμα των τεχνικών του Μεγάρου στους οποίους οφείλεται ένα μεγάλο μπράβο. Τα κοστούμια του Carlo Tommasi ήταν κλασσικά στο ύφος τους τυπικά της δεκαετίας του 80, και δεν ήταν ιδιαίτερα αξιομνημόνευτα. Η σκηνοθεσία του Michael Hampe ήταν λιτή και απλή, πολλές φορές απλοϊκή ίσως, όμως με κανέναν τρόπο δεν ενοχλούσε το σύνολο.
Ο πραγματικός «σταρ» όμως της βραδιάς ήταν αναμφίβολα ο Hans Toelstede που επιμελήθηκε τούς φωτισμούς της παράστασης. Δεν θα είναι υπερβολή να πω πως σχεδόν ποτέ στη ζωή μου δεν είδα τέτοιους εκπληκτικούς φωτισμούς, με τόσο υπέροχο τρόπο δοσμένους, που ανέβαζαν την παράσταση σε ένα υψηλότατο επίπεδο. Είναι ένας πραγματικός καλλιτέχνης, ένας ζωγράφος που ζωγραφίζει με το φως που γνωρίζει κάθε νότα του έργου και την ζωγραφίζει ανάλογα. Οι φωτισμοί του ήταν μια μεγάλη εμπειρία.
Στο μουσικό επίπεδο, δεν έχει κανείς να παραπονεθεί για το παραμικρό. Όλοι οι τραγουδιστές έδωσαν μια εικόνα συνόλου, καλοδουλεμένη αποκαλύπτοντάς μας με την απαράμιλλη τέχνη τους τις λεπτές δραματικές αποχρώσεις της όπερας του Στράους. Σε αυτό βοήθησε και η καταπληκτική Ορχήστρα της Δανίας με διευθυντή ορχήστρας τον Michael Schoenwandt ο οποίος έδωσε τον καλύτερο εαυτό του δίνοντας ένα μάθημα για το πώς ερμηνεύεται αυτή η μουσική. Είναι πραγματικά κρίμα που το ενθουσιώδες κοινό δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει τις τελευταίες μουσικές φράσεις του έργου, τις τόσο λυρικές και όμορφες. Η ερμηνεία του υπήρξε υποδειγματική.
Η παράσταση αυτή για όσους την είδαν, σίγουρα θα παραμείνει ανεξίτηλη στη μνήμη τους, γιατί σπάνια έχει κανείς την ευκαιρία στην Ελλάδα να παρακολουθήσει παράσταση τέτοιου επιπέδου που δεν έχει σε τίποτα να ζηλέψει από οποιαδήποτε παράσταση του έργου αυτού σε κάποιο μεγάλο Λυρικό Θέατρο του εξωτερικού. Το Μέγαρο Μουσικής πρέπει να είναι περήφανο για την παράσταση αυτή, και εμείς ευχόμαστε να αναλάβει κάποια μέρα την παρουσίαση του «Δαχτυλιδιού» του Βάγκνερ.