Με το ανέβασμα της «Αριάδνης στη Νάξο» του Ρ.Στραους η ΕΛΣ προσπάθησε να προσεγγίσει ένα ρεπερτόριο δύσκολο και δύσβατο, το οποίο ούτε τα μεγαλύτερα Θέατρα του κόσμου καταφέρνουν να δικαιώσουν απόλυτα. Δύσκολο κατ’αρχάς διότι μουσικά η μελωδία δεν ρέει όπως στην Ιταλική Οπερα, η ακόμα και σε έργα του Στράουςς όπως στον «Ιππότη με το Ρόδο» . Δύσβατο , επειδή η όπερα αυτή συμπεριλαμβάνει μια διπλή πλοκή από την οποία η κυριότερη ιστορία (αυτή της Αριάδνης), είναι επίτηδες γραμμένη ώστε να ατονεί . Ο Χόφμανσταλ, που έγραψε το λιμπρέτο σε συνεργασία με τον Στράους, σε αυτό το έργο κάνει ένα πείραμα πάνω στη Σχολή των Συμβολιστών. Κατα τη Σχολή αυτή, το έργο δεν πρέπει να έχει μια σαφή και καθαρή πλοκή, αλλά αντιθέτως να εμβαθύνει μια συγκεκριμένη στιγμή όπου τα συναισθήματα παραμένουν συγκεχυμένα . Η πλοκή πρέπει να είναι ελάχιστη ώστε να έρχεται στην επιφάνεια η ομορφιά της ποίησης και της ενορχήστρωσης. Δεν είναι τυχαίο λόγω αυτών των πολύπλοκων απαιτήσεων , η όπερα αυτή να απαιτεί πολύ μεγάλους ερμηνευτές του βεληνεκούς μιας Σβάρτσκωπφ, η πιο πρόσφατα μιας Τζέσσυ Νόρμαν, για να δικαιωθεί τόσο δραματικά όσο και μουσικά
Θα μπορούσε να πει κανείς λοιπόν, πως ήταν ένα τολμηρότερο εγχείρημα και από αυτόν τον «Χρυσό του Ρήνου» που παρουσίασε πέρσι το καλοκαίρι στο Ηρώδειο.
Σε ότι αφορά την Ορχήστρα η πρόκληση είναι ακόμα μεγαλύτερη. Ας μην ξεχνάμε τις λεπτές αποχρώσεις που απαιτεί η ο Στραους από την ορχήστρα, και το γεγονός ότι κάθε μουσική φράση είναι μια αναφορά στην ιστορία της όπερας σαν μουσική φόρμα από την γέννησή της έως και τον εικοστό αιώνα. Η μουσική της όπερας απαιτεί συνεχώς από την Ορχήστρα λεπτότατους χειρισμούς των μουσικών φράσεων, διανθισμένες με λεπτό και πολλές φορές αδιόρατο χιούμορ. Επί πλέον οι φωνές πρέπει να αναμιγνύονται με τα όργανα της ορχήστρας σε ένα ενιαίο σύνολο.
Η παράσταση της ΕΛΣ, δεν μπόρεσε τόσο σκηνοθετικά όσο και μουσικά να προσεγγίσει στο ελάχιστο τις απαιτήσεις του έργου αυτού. Η σκηνοθεσία του Τ.Κόκ παρέμεινε σε μια άκρως συμβατική και παραφορτωμένη με άσχετα στοιχεία άποψη, αγνοώντας τις προθέσεις του Χόφμανσταλ. Τα «πλαστικά» σκηνικά δημιουργούσαν μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, ακόμα και στο δεύτερο μέρος όπου το τεράστιο κεφάλι που θύμιζε εκείνο του Πολυτεχνείου, περισσότερο δυσκόλευε τις κινήσεις των τραγουδιστών παρά τους βοηθούσε. Τα κοστούμια κυμαίνονταν από ανεκτά έως κιτς, ενώ οι φωτισμοί ήταν υποτονικοί έως ανύπαρκτοι.
Φωνητικά το έργο δικαιώθηκε κυρίως από την εξαιρετική ερμηνεία του Βαγγέλη Χατζισίμου ο οποίος αν χειρισθεί προσεκτικά τις επιλογές του θα έχει μέλλον σε αυτό το είδος ρεπερτορίου. Πολύ καλή ήταν επίσης η Βασιλική Καράγιαννη στον δυσκολότατο ρόλο της Ζερμπινέττας, αποδίδοντας τον με το απαιτούμενο κέφι , μπρίο και φωνητική δεξιοτεχνία. Εαν επικεντρωθεί στο ρεπερτόριο της «σουμπρέττας» έχει όλα τα εχέγγυα για μία διεθνή καριέρα.
Η Κατερίνα Οικονόμου διαθέτη μια δυνατή και δραματική φωνή , και παρ΄όλο πού το ρεπερτόριο αυτό της είναι οικείο, δεν είναι η Αριάδνη. Είχε κανείς την εντύπωση πως ερμήνευε την Κλυταιμνήστρα και όχι την άτυχη και μελαγχολική πριγκίπισσα.
Το τρίο των Ιταλών κωμικών έδωσαν μια σημαντική παρουσία, αλλά τους εμπόδιζε στις κινήσεις τους οι ανόητες βαριές ξύλινες καμπίνες με φωτογραφίες από λαχανικά ( αλήθεια αυτό που κολλάει στο έργο;), και η πολύ κακή χορογραφία τους.
Ο μαέστρος Τσού Χούι παλαιός γνώριμος της Λυρικής απλά διεκπεραίωσε την παρτιτούρα του έργου χωρίς να βγάλει στην επιφάνεια ούτε τις λεπτές Ορχηστρικές αποχρώσεις ούτε καν το απαραίτητο λεπτό χιούμορ που βγαίνει από τη μουσική του Στράους.
Γενικά μπορεί να πει κανείς πως η παράσταση αυτή έδειξε τις καλές προθέσεις της ΕΛΣ να αναβαθμίσει το ρεπερτόριό της, αλλά χρειάζεται πολύ ακόμα δουλειά και μακρύς δρόμος ώστε να πετύχει τον σκοπό της.