Η σειρά συναυλιών με τίτλο«Μουσικές του 20ού αιώνα», που οργανώνει το Μέγαρο Μουσικής, είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες, αν και είναι λυπηρή η απουσία μεγάλου κοινού. Αυτό έγινε ιδιαίτερα αισθητό στη συναυλία στις 24/9 όπου παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας το έργο του Μαουρίτσιο Κάγκελ «Mare Nostrum», ένα έργο γεμάτο χιούμορ και ευρηματικότητα.

Το σύνολο των μουσικών και των τραγουδιστών που δρούσαν ως μια μεγάλη ορχήστρα ήταν εξαιρετικό. Τόσο ο κόντρα τενόροςΤσαρλς Μάξουελ όσο και ο τενόρος Τομπίας Μίλερ Κόπ έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους
Είναι, όμως, λυπηρό που αυτές οι συναυλίες δεν διαφημίζονται όσο θα έπρεπε από το Μέγαρο και από τον Τύπο, γιατί αποτελούν μια όαση στα τετριμμένα που ακούμε στις διάφορες συναυλίες.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει γιατην υποδειγματική μετάφραση της Ελευθερίας Δεκαβάλλα-Μάλλε, που από μόνη της ήταν μια παράσταση. Λυπάμαι βαθύτατα που δεν τυπώθηκε στο πρόγραμμα, γιατί άξιζε τον κόπο να την έχει κανείς στη βιβλιοθήκη του.

Σε τελείως διαφορετική ατμόσφαιρα κινήθηκε η συναυλία στις 8/12, οπότε είχαμε τη σπάνια τύχη να ακούσουμε τον περίφημο «Μεσσία» του Χέντελ από το συγκρότημα του Ρενέ Γιακομπς με την Μπαρόκ Ορχήστρα του Φράιμπουργκ.
Ήταν μια βραδιά σπάνιας μουσικής απόλαυσης, από αυτές που υπηρετούν το πραγματικό μπαρόκ με όλη τη σημασία της λέξης, σε αντίθεση με τις δήθεν αυθεντικές που παρακολουθήσαμε τη φετινή χρονιά από διάφορα συγκροτήματα.
Όλοι οι σολίστες και η ορχήστρα αποτελούσαν ένα ενιαίο σύνολο και απέδωσαν με τον καλύτερο τρόπο έναν «Μεσσία» δωματίου, αφού οΓιακομπς προτίμησε ένα μικρό σύνολο κοντύτερα στην πρώτη παρουσίαση τουέργου και όχι τα μεγάλα σύνολα τα οποία έχουμε συνηθίσει. Η άποψή του με γρήγορους χρόνους και με ερμηνείες χωρίς ιδιαίτερα ποικίλματα ίσως να μην άρεσε σε όλους, ήταν όμως ομοιογενής και απόλυτα στο πνεύμα ενός θρησκευτικού έργου κοντύτερα στον Αγγλικανισμό, παρά στον Καθολικισμό.
Μια πραγματικά αξέχαστη συναυλία.