Οι περίφημες όπερες της εποχής της «γαλέρας» όπως τις έλεγε ο ίδιος ο Βέρντι, δηλαδή των νεανικών του χρόνων, γνωρίζουν πρόσφατα μεγάλη δημοσιότητα. Ίσως επειδή το ακροατήριο κουράστηκε πια από τις ατελείωτες «Τραβιάτες» και «Αίντες», και ζητάει κάτι πιο άγνωστο, ή ίσως επειδή υπάρχουν πια οι φωνές σήμερα που μπορούν επάξια να υποστηρίξουν αυτά τα έργα.. Και εδώ είναι και το μεγάλο τους πρόβλημα, είναι όπερες γραμμένες έτσι ώστε να έχουν πολύ μεγάλες απαιτήσεις από τους τραγουδιστές, κυρίως επειδή, όπως λένε πολλοί μελετητές του έργου του, ο Βέρντι πειραματιζόταν με τις φωνές της εποχής του, και έτσι πολλές φορές οι ρόλοι αυτοί είναι πολύ δύσκολοι και απαιτητικοί, και πολλές φορές βρίσκονται φωνητικά κυριολεκτικά στην «κόψη του ξυραφιού».

Όταν λοιπόν κάποιο Λυρικό Θέατρο αποφασίσει να ανεβάσει μια από αυτές τις όπερες, διαλέγει τους μεγαλύτερους τραγουδιστές που μπορεί να προσλάβει, ακριβώς επειδή δικαιώνονται τα έργα αυτά μέσα από τους εκάστοτε ερμηνευτές και όχι από την ίδια την μουσική τους. Δεν είναι τυχαίο που την δεκαετία του 70 όταν η εταιρεία PHILIPS ηχογραφούσε τα έργα αυτά, είχε στη διάθεσή της, μια Καμπαγιέ, έναν Ραιμόντι, έναν  Καρέρρας. Πολύ μεγάλη ευθύνη έχει επίσης και ο Διευθυντής Ορχήστρας, ο οποίος πρέπει πραγματικά να αγαπήσει και να πιστέψει στο έργο για να μπορεί να του δώσει κάθε ευκαιρία να επιβιώσει στη σκηνή.

    Η Λυρική Σκηνή, σε συνεργασία με το Μέγαρο Μουσικής, διάλεξε δυστυχώς το πιο αδύναμο δραματικά και μουσικά έργο αυτής της εποχής του Βέρντι τον «Κουρσάρο», βασισμένο σε ένα ποίημα του Λόρδου Βύρωνα. Ποια ήταν άραγε τα κριτήρια αυτής της επιλογής; Ίσως το Ελληνικό του θέμα, ίσως το γεγονός πως παίζεται σπάνια και ανεβάζεται ακόμα πιο σπάνια, μήπως  όμως δικαίως;

 

Ο ίδιος ο Βέρντι δεν συμπαθούσε το έργο αυτό, και μάλιστα το τελείωσε με μεγάλη πίεση γιατί έγραφε τότε τους «Ληστές» πάνω στο έργο του Σίλερ. Είναι μουσικά το λιγότερο ενδιαφέρον, ένα έργο ανομοιογενές και σε πολλά σημεία καταντάει αρκετά κουραστικό. Βέβαια διακρίνει κανείς την μεγαλοφυία του Βέρντι, καθώς ακούει σε υβριδική μορφή τη «Τραβιάτα», και πολλά  από τα μετέπειτα έργα του, όμως αυτό δεν το κάνει λιγότερο προβληματικό, κυρίως στο δραματουργικό επίπεδο.

 

     Η παράσταση στο Μέγαρο ακολούθησε μια σίγουρη οδό. Σκηνοθετικά το έργο παρουσιάστηκε στην εποχή του, σε μία εντελώς παλαιομοδίτικη άποψη που θύμιζε πολλές φορές καρτολλίνες της εποχής του συνθέτη με παραστάσεις της Σκάλας, σε σκηνικά του John Copley, γνωστού για την δουλειά του στη Βασιλική Όπερα του Λονδίνου. Το σκηνικό της Πρώτης Πράξης ήταν ο περίφημος πίνακας του Μπαίκλιν «Η νήσος των νεκρών», τώρα τι σχέση έχει αυτός ο καταθλιπτικός πίνακας με τα σκούρα χρώματα με το φως ενός νησιού του Αιγαίου, μόνο ο σκηνοθέτης το γνωρίζει. Όλο αυτό το σκηνικό γύρισε στη Δεύτερη Πράξη για να μας αποκαλύψει το πολύ όμορφο Παλάτι του Σείντ, το οποίο πάλι στις επόμενες Πράξεις μεταμορφωνόταν σε δωμάτιο και σε φυλακή. Εδώ ο Copley έστησε ένα ομολογουμένως εντυπωσιακό σκηνικό, τουλάχιστον σε σχέση με το προηγούμενο, ενώ οι φωτισμοί του Peter Mumford , με τα έντονα μπλέ και κόκκινα θύμιζαν Αμερικάνικο Μιούζικ Χώλλ. Μέσα σε όλα αυτά, και τα κοστούμια του Bruno Santini που από μακριά φάνταζαν φτωχά, ενώ αν κανείς τα έβλεπε από κοντά, έβλεπε το πολύ καλοραμμένο υλικό τους.

Φωνητικά το έργο δεν ευτύχισε στο σύνολό του και στις δύο Διανομές, οι φωνές ήταν μικρές, ή στην καλύτερη περίπτωση στα όρια των ρόλων, και κυμαίνονταν από πολύ μικρές και αδύναμες, όπως του Roberto Serville έως σχετικά εύρωστες και εκφραστικές όπως της Μαρίνας Βουλογιάννη. Όλοι οι συντελεστές κατέλαβαν φιλότιμες προσπάθειες να δικαιώσουν το έργο, όμως τελικά  αποκαλύφθηκαν πρώτα οι δικές τους φωνητικές αδυναμίες και ύστερα αυτές του ίδιου του έργου, γενικά όμως, δεν είχαν την δραματική χροιά που απαιτεί αυτή η μουσική, κατά κανόνα ήταν «ελαφριές» φωνές.

Ο Λουκάς Καρυτινός διηύθυνε την Ορχήστρα της ΕΛΣ με την γνωστή του ενεργητικότηκα , μια αγνώριστη ορχήστρα η οποία αν και δεν μας έδωσε κάτι το ιδιαίτερο, έπαιξε αξιοπρεπέστατα.

Τέλος πρέπει να αναφερθούμε στο «κόσμημα» της ΕΛΣ την Χορωδία της, η οποία μας έδωσε όπως πάντα τον καλύτερο εαυτό της υπό την διεύθυνση της Φανής Παλαμίδη, και θα ήταν παράληψη να μην αναφέρουμε τις εξαιρετικές «χορογραφικές» ξιφασκίες του Κωνσταντίνου Μπουμπούκη, που ζωντάνεψαν την παράσταση.

Τελικά η Παράσταση αυτή ήταν αδιάφορη τόσο σκηνοθετικά όσο και φωνητικά, και κατά τη γνώμη του γράφοντος δεν κατόρθωσε να μας πείσει πως είναι ένα μεγάλο αλλά αδικημένο έργο.