Η ΕΛΣ τόλμησε φέτος το καλοκαίρι να ανεβάσει στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών ένα έργο που μερικά χρόνια πριν όλοι θεωρούσαν αδιανόητο, ένα έργο του Βάγκνερ, και μάλιστα από την Τετραλογία.
Η επιλογή του «Χρυσού του Ρήνου» του πρώτου έργου της Τετραλογίας ήταν αναμενόμενη. Είναι το συντομότερο σε διάρκεια από όλα τα άλλα έργα, αλλά δύσκολο μουσικά για το απαίδευτο κοινό. Ήταν ώρα να αποτολμήσει η Λυρική ένα τέτοιο έργο αλλά και πολύ επικίνδυνο επίσης, αφού στην Ελλάδα ο Βάγκνερ και ο Ριχαρντ Στράους ελάχιστες φορές παρουσιάζονται. Έτσι τόσο στο φωνητικό όσο και στο οπτικό μέρος, η Λυρική βασίστηκε αναγκαστικά σε ξένες μετακλήσεις.
Ο Σκηνοθέτης Γκέτζ Φρίντριχ, ο οποίος έχει παρουσιάσει την Τετραλογία άπειρες φορές στα μεγάλα Θέατρα του εξωτερικού επιλέχθηκε για να ανεβάσει το έργο στο Ηρώδειο. Ήδη από την εποχή που ο Γάλλος σκηνοθέτης Πατρις Σερώ ανέβαζε στο Μπαιρώυτ την Τετραλογία με εντελώς σύγχρονο τρόπο, οι σκηνοθετικές απόψεις του Δαχτυλιδιού κυμαίνονται από έξυπνα ριζοσπαστικές έως γελοία ακραίες. Στην περίπτωση της παράστασης του Ηρωδείου, ο Φρίντριχ επέλεξε έξυπνες λύσεις που κρατούσαν το ενδιαφέρον του κοινού αμείωτο, πράγμα στο οποίο βοήθησε πάρα πολύ η χρήση υποτίτλων. Βασίστηκε κυρίως στους φωτισμούς, προσπαθώντας να δημιουργήσει την αίσθηση αλλαγής του σκηνικού, από την ουράνια Βαλχάλλα,(χρησιμοποιώντας το γαλάζιο χρώμα) στο Νιμπελχάιμ (χρησιμοποιώντας το κόκκινο χρώμα).Η ομιχλώδης ατμόσφαιρα του έργου αποδόθηκε με τόνους ξηρού καπνού που σκέπαζε τόσο τους τραγουδιστές όσο και την ορχήστρα, και ενίοτε και τις πρώτες σειρές των θεατών. Το Νίμπελχάιμ πάντως φάνηκε να είναι πιο ενδιαφέρον τόπος από τον Ουρανό της Βαλχάλλα, αφού διέθετε και μια παιχνιδομηχανή (;) για την διασκέδαση των εργατών φαντάζομαι. Τα κοστούμια του Πήτερ Σύκορα, (όπως και η Σκηνοθεσία] είχαν μια αίσθηση από βιβλία κόμικς, ήταν ενδιαφέροντα, αλλά πολλές φορές δεν κολάκευαν τους τραγουδιστές, κυρίως αυτά που φορούσαν οι Κόρες του Ρήνου που θύμιζαν περισσότερο τραγουδίστριες του Καμπαρέ παρά νεράιδες που κολυμπούν στα νερά του ποταμού, (πολύ δύσκολο να κολυμπήσει κανείς με τακούνια στρας). Οι Θεοί ήταν ντυμένοι στα λευκά, ο Ντόνερ φορούσε ένα μεγάλο γάντι σφυρί , η Φρίκα μία περούκα που έφερνε στον νου την πριγκίπισσα Λέια από τον «Πολεμο των Αστρων», ενώ ο Λόγκε ο Θεός της φωτιάς είχε το πρόσωπο και τα μαλλιά ,μισό κόκκινο και μισό άσπρο. Οι δύο Γίγαντες ήταν κάτι μεταξύ, εργατών του Μετρό και Αστροναυτών, ενώ στο Δεύτερο μέρος θύμιζαν κάτι μεταξύ Αβραάμ Λίνκολν και Μαφιόζων. Όλα αυτά πολύ διασκεδαστικά, και όπως λένε και οι Άγγλοι, πολύ camp. Ενδιαφέρον ήταν και το κοστούμι της Ερντα, ( κάτι σαν Μαροκινή Χήρα), όμως πολύ επιβλητικό και εντυπωσιακό. Το σημαντικό είναι πως ότι αντιρρήσεις μπορεί να έχει κανείς για όλα αυτά, οι σκηνοθετικές και ενδυματολογικές επιλογές είχαν μία συνοχή, και δεν άφηναν το κοινό να πλήξει.
Η Ορχήστρα, ενισχυμένη με έξτρα μουσικούς, κατάφερε να αποδώσει το έργο με αξιοπρέπεια τονίζοντας τις μουσικές εξάρσεις χωρίς υπερβολές, αλλά με λυρισμό και ευαισθησία, ξεπερνώντας τους δύσκολους σκοπέλους που κρύβει η παρτιτούρα. Αυτό οφείλεται και στην Μουσική Διεύθυνση του Ηλία Βουδούρη, η οποία ήταν προσηλωμένη στο αυστηρό κράτημα των χρόνων, χωρίς να αφήνει τους τραγουδιστές και την Ορχήστρα να ξεφεύγουν, αν και σε μερικά σημεία θα ήταν επιθυμητή μια μεγαλύτερη χαλάρωση για να αναπνεύσουν οι μεγάλες μουσικές φράσεις ( όπως για παράδειγμα στη σκηνή της Ερντα ), ήταν όμως μια πολύ μελετημένη μουσική ερμηνεία.
Στο φωνητικό επίπεδο, ο αναμφισβήτητος σταρ της βραδιάς ήταν ο έξοχος Λόγκε του Χιούμπερ Ντελαμπουά ο οποίος απέδωσε τον ρόλο του με δραματικότητα, χιούμορ, και τον κυνισμό που ταιριάζει στον χαρακτήρα του ήρωα. Διαθέτει μια υπέροχη εκφραστική φωνή που ταιριάζει απόλυτα σε αυτό το ρεπερτόριο. Ο βετεράνος Ντόναλντ Μακιντάιρ μας έδωσε έναν επιβλητικό Βόταν , και παρ’όλο που η φωνή του δεν έχει πια την λάμψη των περασμένων χρόνων, η εμπειρία του στον ρόλο αυτό που έχει τραγουδήσει άπειρες φορές τόσο στις παραγωγές του Κόβεντ Γκάρντεν όσο και στα άλλα μεγάλα Θέατρα, ήταν αποκαλυπτική για τον ρόλο αυτό. Πολύ καλή η επιλογή του Παύλου Ράπτη για τον Μίμε, αν και θα τον περίμενα πιο «ενεργητικό» είναι ένας ρόλος που μπορεί να κλέψει την παράσταση, εδώ φάνηκε να μην αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο να «παίξει» πάνω στον ρόλο.
Πολύ καλοι οι δύο Γίγαντες, ειδικά ο Μαξίμ Μιχαήλωφ, καθώς και ο δυναμικός Ντόννερ του Κύρου Πατσαλίδη. Η Αλεξάνδρα Παπατζιάκου με την ζεστή εκφραστική φωνή της ήταν μια εξαιρετική Ερντα ( ας ελπίσουμε πως θα την ακούσουμε σύντομα πάλι στη Λυρική Σκηνή), ενώ η ερμηνεία του Τζώρτζ Τίχι στον ρόλο του Αλμπεριχ ήταν αρκετά συγκρατημένη.
Όλοι οι άλλοι Έλληνες συντελεστές απέδωσαν επάξια τους ρόλους τους τόσο στο φωνητικό όσο και στο δραματικό επίπεδο.
Ήταν τόλμημα της Λυρικής Σκηνής αυτή η Παράσταση, ενός έργου που είχε να παρουσιασθεί στην Ελλάδα από το 1938, όταν η Όπερα της Φραγκφούρτης παρουσίασε ολόκληρη την Τετραλογία υπό την μουσική διεύθυνση του Φράντζ Κονβίτσνι (όπως αναφέρει στο βιβλίο του «Η άγνωστη Κάλλας» ο Νικος Πετσάλης Διομήδης ,εκδόσεις Καστανιώτη, σελίς 189).
Ας ελπίσουμε πως αυτή η προσπάθεια θα σηματοδοτήσει τόσο την ανανέωση του ρεπερτορίου της Λυρικής με έργα που απουσιάζουν από το ρεπερτόριό της, καθώς και τη συνέχεια του εγχειρήματος σε ένα νέο Θέατρο Όπερας, που τόσο πολύ έχει ανάγκη η Αθήνα.