Ο Τόμ Βόλφ είναι γνωστός στο Ελληνικό Κοινό από την εξαιρετική του ταινία για την Κάλλας, “Maria by Callas” και γενικά για την εξαιρετική του προσφορά στην μνήμη της μεγάλης ντίβας με πολλά βιβλία και διαλέξεις στο εξωτερικό.
Ολη του η ενασχόληση με την ντίβα , όπως είπε ο ίδιος σε μια συνέντευξή του, τον οδήγησε στη Νόρμα που αποφάσισε να παρουσιάσει και να σκηνοθετήσει στο Ηρώδειο. Ετσι στις 28/8 ο κόσμος γέμισε ασφυκτικά το Ηρώδειο για να δει μια παράσταση που είχε πολυδιαφημηστεί στον Τύπο ως η παράσταση της χρονιάς. Επίσημοι Πολιτικοί και Καλλιτέχνες ήταν παρόντες στην παράσταση που ξεκίνησε στις 9 το βράδυ και τελείωσε μετά τη 1 το πρωί.
Μεγάλος ατού της παράστασης ήταν ο τενόρος Μάριος Φραγκούλης ο οποίος επέστρεψε μετά από πολλά χρόνια απουσίας, στο λυρικό ρεπερτόριο. Σοφά έπραξε να διαλέξει τον ρόλο του Πολιόνε, ο οποίος είναι μεν εξαντλητικός δραματικά, αλλά χωρίς φωνητικές εξάρσεις. Με την είσοδό του στη σκηνή χειροκροτήθηκε από το κοινό, όμως η φωνή είχε μία ελαφριά βραχνάδα σε ορισμένα σημεία, και ένιωθε κανείς μια προσπάθεια στις αναπνοές, κάτι που προσωπικά το αποδίδω στο μεγάλο άγχος που προφανώς να είχε, όμως προς το τέλος της Πρώτης Πράξης η φωνή άνοιξε και ακούσαμε έναν υπέροχο λυρικοδραματικό τενόρο, όπως τότε στην συναυλία των Υποτρόφων στο Μέγαρο Μουσικής. Μακάρι να αποφασίσει να αφιερωθεί στην όπερα γιατί η Ελλάδα χάνει έναν ταλαντούχο καλλιτέχνη. Αν το αποφασίσει, χρειάζεται πολύ δουλειά για να “κουμπώσει” πάλι η φωνή στις απαιτήσεις της όπερας, που χρειάζεται όχι μόνο φωνή αλλά και αντοχή για να βγει μια παράσταση.
Την Τζόυς Ελ Κουρί, που στα δελτία Τύπου αναφερόταν ως η μεγάλη αποκάλυψη, που ανέλαβε και τον απαιτητικό ρόλο της Νόρμας , δεν την είχα ξανακούσει. Διαθέτει μια όχι ευκαταφρόνητη φωνή με πολύ άνεση στην ψηλή περιοχή, με εξαιρετικά πιανίσσιμι και λεγκάτι, αλλά έλλειπε η δραματικότητα και ένας μεγαλύτερος όγκος φωνής, ειδικά στα πιο δραματικά περάσματα. Είναι ένας ρόλος που για λίγο καιρό θα έπρεπε κατα τη γνώμη μου να αφήσει στην άκρη μέχρι η φωνή να ωριμάσει περισσότερο.
Η Ανταλτζίζα της Τερέζα Καρλομάγκνο ήταν απλά ευπρεπής, προσωπικά με άφησε αδιάφορο, όμως όντως έχει μια φωνή με εξαιρετικές “ψηλές” νότες που σε κάθε ευκαιρία επιδείκνυε με ένταση πολλές φορές υπερβολική. Σωστά διάλεξαν μια σοπράνο για τον ρόλο αντί για μέτζο, όπως είχε γίνει και στην πρώτη παρουσίαση της όπερας το 1831 με την Τζουντίττα Πάστα και την Τζούλια Γκρίζι.
Αποκάλυψη ήταν όμως ο εξαιρετικός μπάσος Σάβα Βέμιτς στον ρόλο του Οροβέζο. Είχα χρόνια να ακούσω μια τέτοια υπέροχη φωνή , ο οποίος δικαίως έκλεψε την παράσταση. Είναι νεότατος, νομίζω μόλις 29 ετών αλλά έχει τεράστιο μέλλον μπροστά του, για εμένα προσωπικά ήταν η καλύτερη παρουσία της βραδιάς.
Πολύ καλή η Διαμαντή Κριτσωτάκη στον ρόλο της Κλοτίλδη στάθηκε επάξια δίπλα την πρωταγωνίστρια, μάλιστα τον ρόλο αυτόν τον είχε τραγουδήσει η Σάδερλαντ δίπλα στην Κάλλας.
Επίσης εξαιρετικός με πολύ ωραία φωνή ο τενόρος Αλεξάντερ Μάρεβ, στον ρόλο του Φλάβιο.
Τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ ήταν “καλά” σε κλασικό στυλ ώστε να ταιριάζουν με το ύφος της παράστασης. Τα κοστούμια όμως της Νόρμα όπως και το στέμμα, ήταν πραγματικά εντυπωσιακά στην απλότητά τους σχεδιασμένα από τον σχεδιαστή Στέφαν Τζόκοβιτς.
Το σκηνικό απλό και απέριττο με ένα μεγάλο φωτισμένο δέντρο, ήταν του Ντάιηβιντ Νεγκρίν και οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί ήταν του Λευτέρη Παυλόπουλου, αν και δεν μου άρεσαν τα κρεμασμένα κουρέλια στις αψίδες του Ηρωδείου.
Οι χορογραφίες της Ερσης Πίττα ήταν καλές, όμως εκτός από την τελευταία σκηνή που σκεπάζουν την Νόρμα με ένα κόκκινο πέπλο δεν βρήκα πως προσέφεραν κάτι το ιδιαίτερο στην δράση.
Ο Μαέστρος Εβζέν Κόν ο οποίος ήταν ο πιανίστας της Κάλλας στα μαθήματα της Σχολής Τζούλιαρντ, δεν είχε καμμία επαφή με το ύφος που απαιτεί μια όπερα μπελκάντο ειδικά η Νόρμα. Διηύθηνε το έργο σαν πρώιμο Βέρντι, χωρίς να δώσει στη Ορχήστρα και στους τραγουδιστές τη “φωτιά” αλλά και την λεπτότητα που χρειάζεται η παρτιτούρα, σε γενικές γραμμές ήταν απογοητευτικός, ενώ συμπαρέσυρε όπως ήταν αναμενόμενο και τη εξαιρετική Ορχήστρα της ΕΡΤ.
Τέλος πολύ καλή η Χορωδία Fons Musicalis υπό την διεύθυνση του Κωστή Κωνσταντάρα, η οποία έδωσε τον καλύτερο εαυτό της.
Η σκηνοθεσία και η κινησιολογία ήταν ανύπαρκτη, σαν να είχαν αφήσει τους συντελεστές να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους, επόμενο ήταν άλλωστε με μόνο μια πρόβα στο Ηρώδειο.
Στις επόμενες παραστάσεις που θα γίνουν στο εξωτερικό θα πρέπει να γίνουν μεγάλες αλλαγές και κυρίως απαιτείται ένας κινησιολόγος, ώστε η παράσταση να έχει επιτυχία.
Σε γενικές γραμμές ήταν μια αξιοπρεπής παράσταση, μια γενική πρόβα, όμως στο μουσικό μέρος έλλειπε η αίσθηση του μπελκάντο και της λεπτής μουσικής γραμμής που είναι τόσο χαρακτηριστικό στοιχείο στη μουσική του Μπελίνι.