Η  επανάληψη αυτή τη σαιζόν του «Ναμπούκκο» του Βέρντι από την ΕΛΣ μας επεφύλασσε μερικές ευχάριστες εκπλήξεις.

Ας ξεκινήσουμε, τονίζοντας το γεγονός πως η όπερα αυτή είναι από τις πιο απαιτητικές όπερες για μια σοπράνο. Πολλές φωνές έχουν καταστραφεί προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τις σχεδόν αδύνατες φωνιτικές απαιτήσεις του ρόλου. Ο ρόλος της Αμπιγκαίλε είναι γραμμένος για μια λυρικο-δραματική κολορατούρα, με ιδιαίτερες ευκολίες τόσο στις ψηλές όσο και στις χαμηλές περιοχές της φωνής. Μόνο σοπράνο όπως η Κάλλας, η Σουλιώτη, και η Δημητρόβα, έκαναν τον ρόλο αυτό πραγματικά κτήμα τους, και μας έδωσαν αξέχαστες ερμηνείες. Οι περισσότερες σοπράνο που αγγίζουν αυτόν τον ρόλο είναι είτε πολύ λυρικές, με αδυναμίες στις χαμηλές περιοχές, ή πολύ χαμηλές με αδυναμίες στις ψηλές περιοχές, και στις δύο περιπτώσεις οι περισσότεροι τραγουδιστές πιέζουν τη φωνή είτε επάνω είτε χαμηλά, με καταστροφικό συνήθως αποτέλεσμα.

   Η Francesca Patane διαθέτει μια δραματική  φωνή που δεν είναι ξένη στον ρόλο αυτό τον οποίο έχει ερμηνεύσει σε πολλά θέατρα. Στην παράσταση που παρακολούθησα,(2/2), η φωνή της ήταν αρκετά κουρασμένη, οι ψηλές της νότες σκληρές, ενώ οι χαμηλές σχεδόν ανύπαρκτες, όμως η άψογη τεχνική της την βοήθησε να περάσει χωρίς ιδιαίτερα τεχνικά προβλήματα τις δυσκολίες του ρόλου, δεν ήταν όμως η Δραματική Αμπιγκαίλε που θα περίμενε κανείς.

Ο Alain Fondary  είναι σήμερα ένας απο τούς μεγαλύτερους τραγουδιστές που διαθέτει η Γαλλία, αλλά το ιταλικό ρεπερτόριο δεν είναι δυστυχώς το στοιχείο του. Ακούσαμε έναν δυναμικό δραματικό Ναμπούκκο, αρκετά εξευγενισμένο, χωρίς όμως να έχει η ερμηνεία του την italianita που απαιτεί ο ρόλος αυτός. Διαθέτει όμως μια δυνατή μεστή φωνή που χρησιμοποίησε με πολύ μεγάλη ευελιξία , βγάζοντας έτσι στην επιφάνεια τις ψυχικές μεταπτώσεις του ήρωα.

Αρκετά καλός ο Ζαχαρίας του Δημήτρη Καβράκου, ο οποίος όμως δεν βρισκόταν σε ιδιαίτερη φωνητική φόρμα, τουλάχιστον την βραδιά που τον παρακολούθησα.

Ο Βύρων  Φιδετζής διάλεξε εξαιρετικά γρήγορους χρόνους χωρίς να τους χαλαρώσει ούτε μια στιγμή με αποτέλεσμα να περάσουν απαρατήρητα τα πιο λυρικά μέρη του έργου.

   Η δεύτερη παράσταση που παρακολούθησα (11/2) ήταν μια παράσταση γεμάτη εκπλήξεις.

Η Σόνια Μιλένκοβιτς ήταν μια πραγματική αποκάλυψη. Ερμήνευσε τον ρόλο της με μεγάλη ευαισθησία, τόσο μουσική όσο και δραματική, με σίγουρες ψηλές νότες χωρίς να τις πιέζει, και με πολύ εκφραστικές χαμηλές νότες, χρησιμοποιώντας στο έπακρο τις φωνητικές της δυνατότητες. Ήταν μια απόλαυση να την ακούει κανείς, και να την βλέπει πάνω στη σκηνή. Δεν ξέρω πως θα περνούσε η φωνή της σε αυτό το ρόλο σε μεγαλύτερα Θέατρα, όμως για την Αίθουσα της Λυρικής ήταν υπεραρκετή. Πάνω απ’όλα διαθέτει μουσικό και δραματικό αισθητήριο, κάτι που της επέτρεψε να μας παρουσιάσει μια πολύπλευρη Αμπιγκαίλε, και όχι μόνο μια εκδικητική γυναίκα που συνεχώς ουρλιάζει.

Ο Γιώργος Παππάς δυστυχώς είχε εποχιακά φωνητικά προβλήματα που δεν μας επέτρεψαν να απολαύσουμε την υπέροχη φωνή του, όμως παρ’ολα αυτά  τραγούδησε έναν επιβλητικό Ζαχαρία.

Η δεύτερη έκπληξη ήταν η πολύ όμορφη βελούδινη φωνή της Ολγας Μπακάλη στον ρόλο της Φεναίνα . Είναι βέβαια στην αρχή της καριέρας της ακόμα, αλλά αν συνεχίσει έτσι , σίγουρα θα έχουμε την ευκαιρία (Διευθύνσεως της ΕΛΣ επιτρέποντος) να την ακούσουμε σε Ροσίνι και Μότσαρτ.Ιδιαίτερα όμορφη ήταν η ερμηνεία της στην τελευταία άριά της στην Τέταρτη Πράξη.  Μία φωνή που το Θέατρο πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα και να την βοηθήσει να αναπτυχθεί σωστά.

Ο Λούης Μανίκας  δεν ήταν στην καλύτερη φωνητική του φόρμα  απέδωσε όμως έναν συγκινητικό Ναμπούκκο.

Ο Σταμάτης Μπερής στον ρόλο του Ισμαέλε ήταν καλύτερος από την πρώτη βραδιά,

Ενώ πολύ καλοί στους ρόλους τους ήταν ο Χρήστος Αμβράζης σαν Μέγας Ιερέας, και η Τσελέστε Αουσμαν στον ρόλο της Αννας.

Η Τρίτη έκπληξη της βραδιάς ήταν  ο Χρύσανθος Αλισάφης ο οποίος  και αυτός διάλεξε γρήγορους χρόνους, όμως χαλάρωνε τα τέμπι του στα σωστά σημεία του έργου επιτρέποντας στους τραγουδιστές να αναπνέουν και να  ξεδιπλώνουν τις λυρικές φράσεις στις άριές τους με μεγαλύτερη άνεση. Είναι ένας Μαέστρος που ξέρει πολύ καλά να ακούει και να βοηθάει τους τραγουδιστές πάνω στη σκηνή χωρίς όμως να τους αφήνει να χαλαρώνουν επικίνδυνα, κάτι που σήμερα είναι πολύ σπάνιο στον κόσμο της όπερας. Έδειξε πως είχε μια άποψη του έργου σαν ολότητα μουσική και δραματική και όχι απλά σαν ένα κατακερματισμένο έργο που αποτελείται απλά από άριες και σύνολα χορωδιακά. Εξαιρετικός.

   Μόνο τα καλύτερα λόγια έχει να πει κανείς για την Χορωδία της ΕΛΣ,  ο Ναμπούκκο είναι εξ’άλλου το ατού της, και όχι άδικα, κάτω άπω την πάντοτε προσεγμένη στις λεπτομέρειες, και εμπνευσμένη Μουσική Διεύθυνση της τόσο άξιας Φανής Παλαμίδη.

Η Ορχήστρα μας έδωσε τον καλύτερο εαυτό της σε  ένα έργο που έχει τόσες απαιτήσεις από τους μουσικούς της, που έπαιξαν με πάθος και λυρισμό.

  Το μόνο μελανό σημείο ήταν τα πολύ σκοτεινά και καταθλιπτικά σκηνικά, που θύμιζαν φουαγιέ ξενοδοχείου της Μέσης Ανατολής, και κοστούμια του έργου τα οποία  δεν βοηθούσαν οπτικά, καθώς και οι ελάχιστοι φωτισμοί. Δεν καταλαβαίνω τι δουλειά έχουν τα Βαβυλωνιακά σύμβολα στον Ναό των Εβραίων, ή το κουστούμι της Αννας που θύμιζε  την κα Κουίκλι απο τον «Φάλσταφφ», ή το κουστούμι της Φαινένα στην τελευταία Πράξη που νόμιζε κανείς πως έβγαινε από την «Αννα Μπολένα», ή πάλι το κουστούμι με τις φούντες, του Ζαχαρία που θύμιζε βάμπ του βαριετέ της δεκαετίας του 20.

Τέλος η σκηνοθεσία του Κώστα Πασχάλη ήταν στατική και χωρίς απολύτως κανένα  δραματικό ενδιαφέρον.