Μία απο τις πιο πολυσυζητημένες και αναμενόμενες παραστάσεις ήταν η περίφημη νέα όπερα του Μίκη Θεοδωράκη, «Λυσσιστράτη» που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής στις 14 Απριλίου στα πλαίσια της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας. Βέβαια μέχρι τώρα , τουλάχιστον στον χώρο της λεγόμενης σοβαρής μουσικής, η Πολιτιστική Ολυμπιάδα δεν έχει παρουσιάσει τίποτα το αξιόλογο. Πολλά λοιπόν περίμεναν οι ιθύνοντες αλλά και ο κόσμος απο την πλούσια νέα αυτή παραγωγή που ολοκληρώνει την Θεοδωράκεια τετραλογία, όπως αναφέρεται και στο πρόγραμμα της παράστασης.

Η «Λυσσιστράτη» λοιπόν, βασισμένη πάνω στην κωμωδία του Αριστοφάνη σε λιμπρέτο του ίδιου του συνθέτη, ανέβηκε σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαηλίδη, σκηνικά του Νίκου Φωτόπουλου και κοστούμια του Γιώργου Γαβαλά. Βλέποντας κανείς το τελικό αποτέλεσμα διερωτάται άν όλοι αυτοί οι αξιόλογοι δημιουργοί ήρθαν ποτέ σε επαφή μεταξύ τους, αφού το σκηνικό που ήταν ένα μοντέρνο άσπρο γκαράζ όπως μου φάνηκε στην αρχή, (στην πραγματικότητα ήταν πυροσβεστικός σταθμός), δεν συμβάδιζε με τα κοστούμια σε στυλ αχταρμά, κάτι μεταξύ του 1920 και Ελληνικού κινηματογράφου του 60. Nεγκλιζέ και φορέματα-νυχτικιές για τις γυναίκες, μια Λαμπιτώ ντυμένη σαν την πολιτοφυλακή του Μάο κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης, ένας αφηγητής ντυμένος σαν τον Luke Skywalker στον «Πόλεμο των Άστρων», και μια Ειρήνη ντυμένη σαν την Κυρία Χάβισαμ στις «Μεγάλες Προσδοκίες», όλα έμοιαζαν σαν κοστούμια απο άλλη παράσταση, μέσα σε ένα σκηνικό απο κάποια άλλη όπερα. Αν δεν ήξερε κανείς την κωμωδία, θα φανταζόταν πως η υπόθεση αφορούσε κάποιον οίκο ανοχής πάνω απο ένα γκαράζ, που έχασε την πελατεία του εξαιτίας του πολέμου , και προσπαθεί να την ξαναφέρει πίσω. Μεγάλη ευθύνη για το τελικό αποτέλεσμα φέρνει και η σκηνοθεσία του τόσο ταλαντούχου και τόσο σημαντικού σκηνοθέτη Γιώργου Μιχαηλίδη ο οποίος φάνηκε πως ήταν εντελώς έξω απο τα νερά του τόσο όσον αφορά το θέμα όπερα όσο και το κεφάλαιο Αριστοφάνης, όπου ένοιωθε κανείς πως δεν είχε καμία ουσιαστική επικοινωνία και με τα δύο. Ένα μεγάλο μειονέκτημα ήταν η παντελής έλλειψη χιούμορ στην παράσταση αυτή, (που είναι το ανατρεπτικό καθαρά λαϊκό αλλά όχι λαϊκίστικο χιούμορ του Αριστοφάνη 😉 σε βαθμό που απορούσε κανείς αν παρακολουθούσε τραγωδία ή κωμωδία, και είναι ενδεικτικό ότι κανείς σχεδόν δεν γελούσε με τις κοινοτυπίες και τα κλισέ τόσο του λιμπρέτου που ώρες ώρες έφθανε στην ανοησία, όσο και των γκάγκς της σκηνοθεσίας που ήταν εντελώς στημένα και κρύα, και αφέθηκαν στην τύχη τους εντελώς ανεκμετάλλευτα, για να μην αναφέρει κανείς και την απαράδεκτα σκηνοθετημένη συνάντηση Μάνου και Μίκη στην δεύτερη πράξη που τόσο σάλο ξεσήκωσε.

Η μουσική της όπερας-μιούζικαλ-μπαλλέτο-καμπαρέ, ήταν μέσα στα κλασσικά πλαίσια της μουσικής του Θεοδωράκη. Με επιρροές απο τον Ραβέλ, τον Βέρντι, τον Μπελίνι, και τον Βάγκνερ η μουσική κινήθηκε στο γνωστό ρυθμικό πλαίσιο τάτατα , τάτα, τάτατα…με ρυθμικές παραλλαγές και με μία ενορχήστρωση μεταξύ «Δαχτυλιδιού» του Βάγκνερ και Βραζιλιάνικου καμπαρέ. Δεν είναι ούτε κακό ούτε αθέμιτο να υπάρχουν επιρροές σε έναν συνθέτη, ένας Θεός ξέρει τι δανείστηκαν οι μεγάλοι συνθέτες της όπερας του προηγούμενου αιώνα ο ένας απο τον άλλο ακόμα και απο τον ίδιο τον εαυτό τους, όταν όμως αυτές οι επιρροές δεν αφομοιώνονται και απλά υπάρχουν σαν κοινότυπες αναφορές, τότε τα πράγματα αλλάζουν.

Καλό θα ήταν βέβαια στις επόμενες παραστάσεις να συντομευτεί κατά πολύ η Πρώτη Πράξη η οποία είναι δραματικά αδύναμη και κάνει αρκετές «κοιλιές», όπως εξ’άλλου και η Δεύτερη, ειδικά στο σημείο του «ένα μύθο θα σας πω..» όπου ξαφνικά η όπερα γίνεται ένα χορωδιακό ορατόριο, και η όλη σκηνική δράση παγώνει.

Οι ερμηνευτές και στις δύο διανομές έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους απο όλες τις απόψεις και προσπάθησαν να σώσουν παίρνοντας όλο το βάρος της παράστασης στους ώμους τους αφού σκηνοθετικά έμειναν απόλυτα εκτεθειμένοι, και το κατάφ

 

εραν σε μεγάλο βαθμό. Η Ορχήστρα και η Χορωδία της Λυρικής έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους, ειδικά η Χορωδία που έφερε ρίγη συγκίνησης στους θεατές με το τραγούδι του Μάνου Χατζηδάκη. Ο Νίκος Τσούχλος που διηύθυνε την πρώτη διανομή, ήταν εξαιρετικός, ακολουθώντας σφιχτοδεμένους χρόνους, όπως εξάλλου και ο νεαρός αλλά πολύ ταλαντούχος Βασίλης Χριστόπουλος που διηύθυνε με δυναμικότητα και μπρίο την δεύτερη διανομή. Ελπίζουμε να τον ξαναδούμε σύντομα.

Σε γενικά πλαίσια η παράσταση αυτή άφηνε τον θεατή με ένα παγωμένο μειδίαμα και σε μια αμηχανία για το τι πραγματικά παρακολούθησε στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής. Κρίμα…

Kαι μια υποσημείωση…υπέροχο το βιβλίο-πρόγραμμα της παράστασης που μας θύμισε παλιές καλές εποχές του Μεγάρου με τα τόσο όμορφα και ζωηρά σχέδια του Αλέξη Κυριτσόπουλου, μας είπαν περισσότερα για το πνεύμα του Αριστοφάνη απο όσο η ίδια η παράσταση.