Το άνοιγμα της φετινής σαιζόν του Μεγάρου Μουσικής με την παράσταση της «Λούλου» του Αλμπαν Μπεργκ , ήταν ένα πραγματικό πολιτιστικό γεγονός.
Επιτέλους η Αθήνα απέκτησε με την νέα αίθουσα Τριάντη μια Λυρική Σκηνή αντάξια μιας Ευρωπαϊκής Πρωτεύουσας. Αυτό ίσως ευαισθητοποίηση τούς υπεύθυνους για τα πολιτιστικά μας να δώσουν επιτέλους και στην Εθνική Λυρική μας Σκηνή ένα αντάξιο θέατρο έτσι ώστε να μπορούμε επιτέλους να θεωρούμαστε άξιοι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Eργο ιδιαίτερα δύσκολο τόσο για τους τραγουδιστές όσο και για τούς σολίστες, αφού ακροβατεί μεταξύ θεατρικού λόγου και μουσικής, και απαιτείται από τους σολίστες τόσο μουσική όσο και θεατρική παιδεία. Η Μαρλις Πέτερσεν θεωρείται η Λουλου της εποχής μας – έχει ερμηνεύσει τον ρόλο αυτό σε όλα σχεδόν τα μεγάλα Ευρωπαϊκά θέατρα – μας έδωσε μια Λούλου με αναφορές στην βωβή κινηματογραφική ταινία του Πάμπστ, μια Λούλου αισθησιακή , δυναμική, θύμα τόσο του εαυτού της όσο και των άλλων, μια φιγούρα τραγική ιδιαίτερα στην τελευταία Πράξη όπου κάνει έρωτα πάνω σε ένα σπασμένο πιάνο σε ένα σκηνικό διαλυμένο, χαώδες…
Εξαιρετικός ο Δρ Σέν του Βόλφγκανγκ Σαίνε , ο Δρ Αλβα του Φαμπρίς Νταλίς, ο Σίλγκοχ του Τζάφφε Μόντε, και ο Θηριοδαμαστής του Αντρέας Μακο. Όλοι δούλεψαν σαν ένα ενιαίο σύνολο ενός μουσικοθεατρικού θιάσου αποδίδοντας με τον καλύτερο τρόπο την όπερα του Μπέργκ.

Αποκαλυπτική η Ορχήστρα της Ραδιοφωνίας της Πράγας υπό την πραγματικά εμπνευσμένη μουσική διεύθυνση του Αρχιμουσικού Νίκου Τσούχλου ο οποίος κράτησε την Ορχήστρα στα σωστά επίπεδα, χωρίς υπερβολές, αλλά με ευαισθησία και λεπτότητα αποδίδοντας όλες τις αποχρώσεις της μουσικής, αλλά και με την απαιτούμενη ένταση στα σημεία που έπρεπε , κρατώντας τις σωστές ισορροπίες χωρίς να πνίγει τους τραγουδιστές.
Ιδιαίτερα εύσημα παίρνει όμως η σκηνοθεσία του ταλαντούχου Αικε Γκράμς γνωστός μας από τις παραστάσεις του «Μάκβεθ» του Βέρντι στη Λυρική Σκηνή. Εδώ αξιοποίησε με τον καλύτερο τρόπο την τεράστια σκηνή με ένα αφαιρετικό αλλά λειτουργικό σκηνικό που εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο όλες τις τεχνικές ευκολίες που είχε στη διάθεσή του. Η ατμόσφαιρα της παράστασης δημιουργήθηκε από τούς υπέροχους φωτισμούς του Μάνφρεντ Βόςς και την κινησιολογία που επιμελήθηκε ο τόσο ταλαντούχος Πετρος Γάλλιας με τόση ευαισθησία. Μοναδική μας αντίρρηση , η μη επιλογή της ολοκληρωμένης τελευταίας Πράξης του έργου που συμπλήρωσε ο Φρίντριχ Κερχα, και που πλέον αποτελεί την ολοκληρωμένη βερσιόν του έργου. Κρίμα…
Ήταν όμως μια μοναδική παράσταση που δικαίωσε τόσο το Μέγαρο μουσικής όσο και όλους τους παράγοντες της παράστασης τόσο στο καλλιτεχνικό όσο και στο μουσικό επίπεδο. Η νέα αυτή σκηνή που απέκτησε η χώρα μας ας είναι το εφαλτήριο για να απολαύσουμε έργα ρεπερτορίου που δεν μπορούν να ανέβουν στην Λυρική Σκηνή (ας ελπίσουμε πως κάποια μέρα θα δούμε το «Δαχτυλίδι των Νίμπελούνγκεν του Βάγκνερ) αλλά και έργα Λυρικά Ελλήνων συνθετών που θα έχουν επιτέλους στη διάθεσή τους ένα σωστό Θέατρο με όλες τις σύγχρονες προδιαγραφές.