Είναι όντως σπάνιο να έχει κανείς την ευκαιρία να δει και τις δύο “Ιφιγένειες” του Γκλούκ ξεχωριστά , πόσο μάλλον σε μια παράσταση. Η ΕΛΣ μας έδωσε την ευκαιρία να ακούσουμε και τα δύο έργα σε μια εξάωρη Βαγκνερικών διαστάσεων παράσταση και της “Ιφιγένειας εν Αυλίδι” και της “Ιφιγένειας εν Ταύροις” , συμπαραγωγή με την Aix-en-Provance Festival και της Όπερας του Παρισιού, στα πλαίσια της καλλιτεχνικής εξωστρέφειας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Η σκηνοθεσία είναι του Ντιμίτρι Τσερνιακόφ, ο οποίος μετέφερε το έργο στην σύγχρονη εποχή, όπως πλέον συνηθίζεται με την μανία του regietheater που δυστυχώς κυριαρχεί σε όλες σχεδόν τις παραστάσεις όπερας, καταστρέφοντας ενίοτε όλο το νόημα του έργου, δήθεν γιατί υπάρχουν αναλογίες με την σύγχρονη εποχή και τα προβλήματά της προσπαθώντας όπως λέει και η παροιμία “να βγάλουν από την μύγα ξύγκι”. Έτσι αναγκαζόμαστε να υποστούμε παραστάσεις χωρίς νόημα, με άσχετα ευρήματα χάριν εντυπωσιασμού. Και ερωτώ, ένας άνθρωπος που δεν έχει ξαναδεί όπερα, τι θα καταλάβει για το έργο που βλέπει; για να μην πω πως δεν θα ξαναπατήσει σε παράσταση όπερας.
Το σκηνικό, του ίδιου του σκηνοθέτη , ήταν ένα διαφανές σπίτι χωρισμένο σε δωμάτια που μου θύμιζε σκηνικό για τις “Τρεις αδερφές” του Τσέχοφ, με δύο δωμάτια, προφανώς ένα για την Ιφιγένεια και ένα για τον Αγαμέμνονα και την Κλυταιμνήστρα και ένα σαλονάκι μέσα στο οποίο γινόταν της τρελής, με χορούς και γλέντια με σαμπάνιες, όλοι ντυμένοι με χρωματιστά έντονα ρούχα, όπως ο Αχιλλέας (αν δε κάνω λάθος), ντυμένος στα ροζ, που έτρεχε πάνω κάτω, χόρευε σε τραπέζια, και άνοιγε σαμπάνιες χορεύοντας ροκ, λες και είχε πάρει ληγμένα. Στο τέλος του πρώτου μέρους όλοι χόρευαν αφιονισμένοι κάνοντας ακατάληπτες χειρονομίες σαν μπαλέτο από μιούζικαλ.
Πολύ ωραίο σκηνικό, ατμοσφαιρικά φωτισμένο από τον Γκλέμπ Φιλστίνσκι με κοστούμια της Γέλενα Ζαίτσεβα. Αν και τα κοστούμια του πρώτου έργου είχαν κάποιο νόημα, δεν κατάλαβα τι νόημα είχαν αυτά του δεύτερου έργου. Από ότι μπόρεσα να καταλάβω οι Ταυρίδες ήταν εργάτες σε ορυχεία, ενώ ο Θόας από βασιλιάς εξέπεσε σε αρχιεργάτη. Αν στο πρώτο μέρος το νόημα ήταν η καταγγελία του πολέμου και οι εορτασμοί της αναχώρησης μετά τη θυσία, στο δεύτερο έργο αδυνατώ κατανοήσω το νόημα της όλης σκηνοθεσίας. Δε υποστηρίζω την άποψη της “Χλαμύδας” , αν και με κάποιον εμπνευσμένο σκηνοθέτη σαν το Πονέλλ ή τον Ρονκόνι θα είχαν μια ιδιαίτερη αισθητική, η άποψη του Τσερνιακόφ με άφησε παγερά αδιάφορο. Δεν σημαίνει πως όλα μπορούν να σηκώσουν μια άποψη regietheater, ειδικά όταν έρχονται σε αντίθεση με το έργο, τόσο μουσικά όσο και δραματικά.
Φωνητικά ακούσαμε ένα καλοκουρδισμένο σύνολο, με την μοναδική ερμηνεία της εξαιρετικής Κορίν Γουίντερς στον κεντρικό ρόλο. Τραγούδησε με δραματικότητα και ευαισθησία χαρίζοντας μας μια υπέροχη “Oh malhereuse Iphigenie” που έφερνε ρίγη συγκίνησης στους θεατές.
Ήταν χαρά μας να απολαύσουμε τον Τάση Χριστογιανόπουλο στον ρόλο του Αγαμέμνονα που τον απέδωσε σαν μια τραγική φιγούρα παγιδευμένος σε ένα δύσκολο δίλημμα,ανάμεσα στο καθήκον του και την αγάπη του για την κόρη του, βγάζοντας στην επιφάνεια τη τραγικότητα του ήρωα. Εξαιρετικός τόσο φωνητικά όσο και θεατρικά.
Πολύ καλός ο Αχιλλέας του Αντονυ Γκρέγκορι που ερμήνευσε με δραματικότητα και θεατρικότητα τον ρόλο του, όπως και η Κλυταιμνήστρα της Βερονίκ Ζανς . Ξεχώρισε ο Κάλχας του Πέτρου Μάγουλα και ο Αρκάς του Γιώργου Παπαδημήτριου.
Ο Ορέστης του Διονύση Σούρμπη έδεσε απόλυτα με τον Πυλάδη του Στάνισλας ντε Μπαρμπεράκ. Οι δύο τραγουδιστές απέδωσαν με τον καλύτερο τρόπο την αγάπη και την φιλία των δύο ηρώων, τις εσωτερικές τους συγκρούσεις που αφορούσαν βαθειά ανθρώπινες καταστάσεις, από την μια πλευρά τις ενοχές του μητροκτόνου Ορέστη, και από την άλλη την αγάπη και την αφοσίωση του Πυλάδη, ήταν από τα πιο ισχυρά σημεία της παράστασης.
Εξαιρετικοί στους μικρότερους αλλά τόσο σημαντικούς ρόλους, η Ιέρεια της Μαρίας Μητσοπούλου, η Αρτέμης της Σούλας Παρασίδη και ο Σκύθης του Γιώργου Παπαδημήτριου.
Έλαμψε για άλλη μια φορά η Χορωδία της ΕΛΣ υπό την μουσική διεύθυνση του Αγαθαγγέλου Γεωργακάτου, ενώ η Ορχήστρα ήταν υποδειγματική υπό τον Μίχαελ Χόφστέττερ. Από τους μουσικούς ξεχώρισα τον Γιώργο Θεοδορώπουλο-Ζανιώτη στο όμποε, και τον Δημήτρη Κουφαλάκο στο Φαγκότο.
φωτο: Προεπισκόπησης : Monika Rittershaus, Kειμένου: Ιστότοπος ΕΛΣ