Η Λυρική σκηνή άνοιξε την Καλλιτεχνική Περίοδο 2001 του Φεστιβάλ Αθηνών με την παραγωγή του «Ριγκολέττο» του Βέρντι για τον εορτασμό των 100 χρόνων από την ημέρα του θανάτου του.

Απορεί κανείς  για την επιλογή ενός τέτοιου έργου σε έναν ανοιχτό χώρο όπως είναι το Ηρώδειο, έργου που ταιριάζει περισσότερο σε ένα κλειστό Θέατρο.  Ο σκηνοθέτης Σπύρος Ευαγγελάτος και ο σκηνογράφος Γιώργος Πάτσας, κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τα πάμπολλα προβλήματα μιας τέτοιας επιλογής. Διάλεξαν να μεταφέρουν το έργο στην εποχή του συνθέτη, τον 20ο Αιώνα, μια έξυπνη λύση η οποία όμως δεν προσέφερε και πολλά πράγματα. Το θέμα είναι πως στο έργο αυτό οι περισσότερες σκηνές είναι σκηνές εσωτερικού χώρου και έτσι οι λύσεις, όσο και αν κανείς μεταχρονίσει το έργο, παραμένουν αναγκαστικά συμβατικές.

Το σκηνικό , με τα faux marbres τοιχάκια, και τα ασημόχρυσα κυπαρίσσια θύμιζαν κοιμητήριο Ιταλικής κωμόπολης ,  ενώ τα ασπρα κοστούμια των αυλικών θύμιζαν «Τραβιάτα», και αυτό του ριγκολέττο που ήταν κόκιννο, θύμιζε κάτι μεταξύ Φαουστ και  Ντόν Πασκουάλε.

Ο Σπύρος Ευαγγελάτος έκανε ότι μπορούσε για να κινήσει την χορωδία στον χώρο κυρίως στο μεγάλο μουσικό μέρος της γιορτής, αλλά οι πρωταγωνιστές, όλοι ανεξαιρέτως αρνήθηκαν να  βγουν από τα όρια μιας συμβατικής παράστασης χωρίς κανένα απολύτως δραματικό ενδιαφέρων. Το χειρότερο όμως απ’όλα ήταν ότι η ίδια η μουσική του Βέρντι ερχόταν σε κατάφορη αντίθεση με τα όσα συνέβαιναν επι σκηνής, σαν να βλέπαμε άλλο έργο με άλλη μουσική.

  Στο φωνητικό επίπεδο, τα πράγματα ήταν άνισα. Απολαύσαμε την Elizabeth Vidal μια απο τις ωραιότερες κολορατούρες που υπάρχουν σήμερα, η οποία  με την μεγάλη της τεχνική σιγουριά τραγούδησε μια πολύ καλή Τζίλντα προσθέτοντας και πολλά ποικίλματα στην πρώτη της άρια, αλλά ένοιωθε κανείς πως ήθελε μια πιο λυρική φωνή ο ρόλος , όπως αυτή που διέθετε η Μαρία Μητσοπούλου, που αν δεν είχε την τεχνική σιγουριά της Vidal , μας χάρισε μια μοναδική Τζίλντα, κερδίζοντας με το μέρος της το κοινό του Ηρωδείου, και αποδεικνύοντας πως στην Ελλάδα έχουμε άξιες λυρικές φωνές που δεν εκμεταλλεύεται πάντα με τον καλύτερο τρόπο η Λυρική Σκηνή.

Στον κεντρικό ρόλο του Ριγκολέττο ακούσαμε τον Alexandru Agache μια καλοδουλεμένη δραματική φωνή αλλά εμφανώς κουρασμένη πλέον, και στην δεύτερη διανομή τον Anooshah Golesorkhi, που διαθέτη μια πολύ μικρή φωνή χωρίς κανένα ενδιαφέρον σίγουρα όχι αυτή που απαιτείται για το Ηρώδειο, και μάλιστα σε τέτοιο ρόλο. Το χειρότερο όμως ήταν  τραγουδούσε σαν να έπαιρνε μέρος σε μια πρόβα, χωρίς να  φαίνεται να έχει κάποια άποψη για τον ρόλο του.

Μπορεί η όπερα  αυτή του Βέρντι να έχει πρωταγωνιστή  έναν βαρύτονο, την παράσταση όμως κλέβει ο τενόρος…..αρκεί να είναι  ο καλύτερος που υπάρχει, κάτι βέβαια πολύ δύσκολο. Ο Keith Ikaia Purdy  έχει μια εύρωστη δυνατή φωνή, ήταν σαφώς καλύτερος στην δεύτερη παράσταση από την πρεμιέρα, και ικανοποίησε απόλυτα το κοινό. Όμως δεν είναι η ερωτικά λυρική φωνή που απαιτεί ο ρόλος του Δούκα, που είναι ένας ιταλός Ντόν Τζιοβάννι, μια φωνή ερωτική και πολλές φορές κυνική αφού ο Δούκας έχει έναν τέτοιο χαρακτήρα.

Η Βικτώρια Μαιφάτοβα ήταν πολύ καλή επιλογή στον ρόλο της Μανταλένα, ενώ ο Γιώργος Παππάς αρκετά καταβεβλημένος στον ρόλο του Σπαραφουτσίλλε. Πολύ καλός και ο Δημήτρης Κασιούμης στο μικρό αλλά πολύ σημαντικό ρόλο του Μοντερόνε.

Πρέπει κανείς να αναφέρει εδώ και την Βάγια Κωφού που τραγούδησε τον μικρό ρόλο της Κόμησας Τσεπράνο και τον Χρήστο Αμβράζη στον ρόλο του συζύγου της, καθώς και τον Νικο Στεφάνου στον ρόλο του Μπόρσα, και τέλος τον Λάζαρο Τσελεπίδη στο ρόλο του Μάρουλλο, μικροί ρόλοι, αλλά στις όπερες του Βέρντι πολύ σημαντικοί, κυρίως γιατί αποτελούν το εφαλτήριο για πολλούς τραγουδιστές πρός μεγαλύτερους ρόλους στην όπερα. Ας μην ξεχνάμε πόσοι μεγάλοι τραγουδιστές δεν ξεκίνησαν από αυτούς τους μικρούς ρόλους για να κάνουν μια μεγάλη καριέρα.

Ο Λουκάς Καρυτινός, που είναι σήμερα αναμφισβήτητα ο μεγαλύτερος μαέστρος που διαθέτει  η Λυρική Σκηνή, μας έδωσε μια δυναμική γεμάτη ενέργεια ερμηνεία του έργου.

Τέλος πρέπει κανείς για άλλη μια φορά να επαινέσει την Χορωδία της ΕΛΣ που πάντα την βγάζει ασπροπρόσωπη σε όλες τις παραστάσεις.

Και μια υποσημείωση…βγαίνοντας από το Θέατρο θαύμασα μια κατάμαυρη αστραφτερή Μερσεντές που είχε κατορθώσει να παρκάρει μπροστα στην είσοδο του Ηρωδείου ανάμεσα σε γλαστρούλες στον πεζόδρομο του Πικιώνη , ενώ απολύτως κανένα άλλο Υπουργικό η μη αυτοκίνητο δεν είχε φτάσει μέχρι εκεί, όλοι οι επίσημοι ήρθαν πεζή, σε έναν δρόμο που υποτίθεται ότι αναπλάθεται για τους περιπατητές. Είχε κάτι πράσινες πινακίδες με κάτι κεφαλαία Α από ότι μπόρεσα να διακρίνω…