Ο μύθος της Μάγισσας Μήδειας και η τραγική της ιστορία που είναι ένας ιδανικός φορέας δραματικών καταστάσεων όπως ακριβώς τις ονειρευόντουσαν οι σκηνογράφοι αφού μέσα απο αυτές είχαν την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν ένα πλήθος απο σκηνικά εφφέ τόσο αγαπητά στο κοινό ειδικά της εποχής Μπαρόκ, απετέλεσε όπως είναι φυσικό αστείρευτη πηγή έμπνευσης για τους συνθέτες του λυρικού θεάτρου.
Η ιστορία της Μήδειας στον χώρο της όπερας αρχίζει το 1649 με τον «Giasone» του Pier Francesco Cavalli που πρωτοπαρουσιάσθηκε στο Teatro San Cassiano της Βενετίας την εποχή του Καρναβαλιού. Είχε τέτοια μεγάλη επιτυχία που δόθηκε πάνω από είκοσι φορές, και παίχτηκε σε όλη την Ιταλία από περιοδεύοντες θιάσους. Για τα επόμενα σαράντα χρόνια παρέμεινε η πιο δημοφιλής όπερα του 17ου αιώνα. Αυτό βέβαια δεν ήταν καθόλου τυχαίο γεγονός. Ο «Giasone» όφειλε την επιτυχία του, όχι τόσο στη μουσική του Cavalli που από μόνη της ήταν αρκετά επαναστατική για την εποχή της, αλλά στο καλογραμμένο λιμπρέτο του Andrea Cicognini, που αν και βασισμένο στα περίφημα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου του Ρόδιου, είχε καταστρατηγήσει την κλασσική εκδοχή του μύθου, και τον είχε φορτώσει με δευτερεύοντα πρόσωπα, κωμικά και δραματικά, αλλάζοντας ακόμα και την έκβασή του, αφού η όπερα τελειώνει με έναν διπλό γάμο: της Μήδειας με τον βασιλιά Αιγέα και του Ιάσονα με την Υψιπύλλη. Η κριτική όμως των ειδικών υπήρξε ακόμα και την εποχή του Cavalli ανελέητη ως προς το λιμπρέτο. Όμως ο Cicognini δεν έκανε τίποτε άλλο από το να ακολουθήσει αφ’ενός τα αποδεκτά πρότυπα και τις πρακτικές της εποχής και αφ’ετέρου τις νέες δραματουργικές τάσεις που αντιδρούσαν στον στεγνό ακαδημαϊσμό και την αυστηρότητα της θεατρικής γλώσσας προσκολλημένα στους Αριστοτελικούς κανόνες, απαιτώντας περισσότερη ελευθερία. Στην περίφημη “Istoria della volgar poesia” του Antonio Crescimbeni (1698), ο Cicognini κατηγορείται από τον συγγραφέα πως «με το έργο αυτό επέτρεψε την είσοδο των κατώτερων κοινωνικών τάξεων στο θέατρο της εποχής». Είναι ένα έργο που καταστρατηγεί τους απόλυτους και ιερούς Αριστοτελικούς κανόνες της «Ποιητικής» που με τόση προσπάθεια επέβαλλαν οι λόγιοι θεωρητικοί στη Γαλλία και την Ιταλία τον 16ο αιώνα.
Ο Jean Baptiste Lully, ο απόλυτος μονάρχης της Γαλλικής όπερας, δεν έμεινε και αυτός ασυγκίνητος απο τον μύθο της Μήδειας, που πραγματεύεται στην όπερα του “Theseé” και που παρουσιάσθηκε τον Ιανουάριο του 1675..Παρέμεινε για πολλά χρόνια μια από τις πιο δημοφιλείς όπερες του πανίσχυρου συνθέτη. Και εδώ ο μύθος της Μήδειας παραλλάσσεται από τον λιμπρετίστα Philippe Quinault ο οποίος περιπλέκει την υπόθεση με διάφορα παράπλευρα συμβάντα, κλείνοντας την όπερα με ευχάριστο τρόπο κατά τη συνήθεια της εποχής, αφού ο μόνος παθών είναι στην ουσία το παλάτι του Θησέα που καιει η Μήδεια πάνω στον θυμό της. Μέσα όμως από τούς δραματικούς μονόλογους της ηρωίδας, ο Lully έχει την ευκαιρία να αναπτύξει όλη τη δραματική και λυρική του τέχνη, κυρίως στην άρια της ηρωίδας στην Δεύτερη πράξη «Ah, faut–il me venger” που παραμένει μια από τις ομορφότερες σελίδες του.
Oμως μία άλλη όπερα ήταν γραφτό να δρέψει τις δάφνες απο τον Lully λίγο μετά τον θάνατό του ο οποίος χαροποίησε πολλούς συνθέτες που είχαν εκδιωχθεί απο τα λυρικά θέατρα στον χώρο της εκκλησίας αναγκαστικά, και αυτή ήταν η “Medeé” του Marc Antoine Charpentier. Για πολλά χρόνια η σημαντική αυτή όπερα του γαλλικού Μπαρόκ παρέμενε άγνωστη μέχρι που το 1984 ο William Christie την ανέσυρε απο την αφάνειά της αποκαλύπτοντας στο κοινό ένα μοναδικό αριστούργημα. Σε λιμπρέτο του Thomas Corneille αδελφού του θεατρικού συγγραφέα Pierre Corneille, η όπερα του Charpentier παρουσιάζεται στην περίφημη Βασιλική Ακαδημία στις 4 Δεκεμβρίου του 1693. Ήδη ο Lully όπως είπαμε είχε πεθάνει και έτσι ο Charpentier δεν αντιμετώπισε δυσκολίες για το ανέβασμα της όπεράς του. Όμως το σημαντικότατο αυτό έργο δεν βρήκε μεγάλη ανταπόκριση απο το κοινό. Οι συγκρίσεις με τα έργα του Lully ήταν αναπόφευκτες ιδιαίτερα απο τους πολυάριθμους οπαδούς του. Ο Charpentier είχε βέβαια την υποστήριξη του S.Brossard ενός απο τους σημαντικότερους συνθέτες, ο οποίος έγραψε : « Η όπερα αυτή είναι η πιο σημαντική που έχει εκδοθεί απο τον θάνατο του Κου Lully. ..και παρ’όλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε απο τους άσχετους και τούς ανόητους, είναι το έργο απο το οποίο μπορεί κανείς να μάθει τους κανόνες της σωστής σύνθεσης..» . Ακόμα και ο ίδιος ο Βασιλιάς, που δεν είχε στην υπηρεσία του ούτε τον Charpentier ούτε τον Corneille είπε σε ένα σπάνιο ξέσπασμα θαυμασμού πώς « είμαι σίγουρος ότι ο Charpentier είναι ένας πολύ άξιος μουσικός, και πως η όπερά του περιέχει αξιόλογα μέρη..». Η εμμονή όμως των οπαδών του Lully που είχαν θεοποιήσει το είδωλο τους, επέμεναν ότι ο Charpentier δεν είναι πραγματικός «Γάλλος» μουσικός αφού «είχε σπουδάσει δίπλα στον Carisssimi στη Ρώμη και τα έργα του έχουν διαβρωθεί απο τις υπερβολές της ιταλικής μουσικής», και δεν επέτρεψαν με την επιρροή και την κριτική τους στην όπερα αυτή να επιβιώσει στη σκηνή για πάνω απο τριακόσια χρόνια. Πόσο άδικο είχαν γιατί ακούγοντας κανείς το έργο αυτό σήμερα χάρη στις προσπάθειες του μαέστρου και μουσικολόγουWilliam Christie ο οποίος για πολλά χρόνια μελετούσε την όπερα αυτή και τελικά την παρουσίασε με μεγάλη επιτυχία το 1986, καταλαβαίνει πόσο κοντά βρίσκεται ο συνθέτης στο πνεύμα του Lully. Υπάρχουν βέβαια και σημαντικές διαφορές. Ο Lully ήταν ένα πραγματικό «béte du Theatre», η μουσική γι αυτόν ήταν πάντα στην υπηρεσία του σκηνικού δρώμενου, ήξερε πολύ καλά και καθαρά απο ένστικτο τι μπορούσε να δουλέψει θεατρικά πάνω στο σανίδι, ενώ ο Charpentier αντίθετα ήταν ένας μουσικός πάνω απ΄όλα, απόλυτα εγκεφαλικός, και γι αυτόν η μουσική έπαιζε πάντα τον πρώτο ρόλο. Προτιμούσε τις λεπτές ορχηστρικές αποχρώσεις που υπογράμμιζαν την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων , απο τα εύκολα σκηνικά εφφέ που ήταν τόσο αγαπητά στο κοινό της εποχής. Η «Medeé» παραμένει το έργο που έφερε στο απόγειο την Γαλλική όπερα όπως την είχε οραματισθεί ο Lully, και αποτελεί το σημαντικότερο ίσως έργο της Γαλλικής Μπαρόκ όπερας.
Στις 13 Μαρτίου του 1797 στο περίφημο Theatre Feydeau, παρουσιάζεται μία άλλη «Μήδεια», η οποία είχε στην ιστορία του Λυρικού Θεάτρου ,καλύτερη τύχη απο την όπερα του Charpentier, η «Μedeé» του Luigi Cherubini. Αν και δεν είχε και πολύ μεγάλη επιτυχία στην πρεμιέρα, η όπερα του Cherubini εκτιμήθηκε αμέσως απο όλους σχεδόν τους σημαντικούς συνθέτες της εποχής του. Ο Beethoven ο οποίος είχε στην κατοχή του την παρτιτούρα του έργου, έγραψε στον Cherubini πως «τιμά αυτόν και τις όπερές του περισσότερο απο όλους τους σύγχρόνους συνθέτες», ο Schubert την θεωρούσε σαν την πιο αγαπημένη του όπερα, και ο Brahms έλεγε πως « εμείς οι μουσικοί την θεωρούμε σαν την κορυφή όλων των δραματικών έργων». Ακόμα και ο Wagner, ο Weber, και ο Puccini την θεωρούσαν ένα απο τα πιο δραματικά έργα του λυρικού ρεπερτορίου. Στην όπερα του Cherubini υπάρχουν εμφανώς, κυρίως στην πρώτη πράξη, οι επιδράσεις του Mozart και του Gluck, όμως η μουσική προς το τέλος της όπερας σαφώς προαναγγέλλει το ρομαντικό κίνημα, και την «Τραγική Όπερα» του 19ου αιώνα, η επίδρασή της στον «Fidelio» του Βeethoven και στα έργα του Berlioz, είναι έντονη. Στην εποχή μας αναβίωσε απο την Maria Callas σε μια Ιταλική εκδοχή η οποία δυστυχώς παραμορφώνει το αρχικό έργο του Cherubini, όμως μια πρόσφατη ηχογράφηση του μαέστρου και μελετητή Bart Folse, που ακολούθησε μια σειρά παραστάσεων του έργου στην Αμερική το 1997, επανέφερε το έργο στην αρχική του μορφή.
Χωρίς τα ρετσιτατίβα του Lachner ο οποίος μετέφρασε το λιμπρέτο στα Γερμανικά το 1855, και που αργότερα με τη σειρά τους μεταφράσθηκαν στα Ιταλικά με πολλές περικοπές, (είναι η έκδοση που τραγούδησε η Callas), η «Medeé» ξανακούστηκε στην αρχική της εκδοχή, με τους αυθεντικούς διάλογους, και ολοκληρωμένη την παρτιτούρα του Cherubini.
Tο ενδιαφέρον που αναπτύχθηκε απο αυτές τις προσπάθειες των μουσικολόγων / μαέστρων, για τα έργα αυτά έφεραν στην επιφάνεια τα έργα ενός άλλου συνθέτη σύγχρονου του Verdi, του Giovanni Simone Mayr. H δικιά του εκδοχή για τον μύθο της Μήδειας παρουσιάσθηκε στις 28 Νοεμβρίου του 1813 στο περίφημο Teatro San Carlo της Νάπολης με τον τίτλο «Medea in Corinto», έργο εμπνευσμένο απο την όπερα του Cherubini και απο την «Vestale» του Gasparo Spontini. Ήταν τέτοια η επιτυχία της όπερας που σκίασε ακόμα και την δημοτικότητα των έργων του Rossini, μάλιστα λέγεται πως η όπερα αυτή ενέπνευσε και τον Turner να ζωγραφίσει το έργο του «Το όραμα της Μήδειας».Ακολουθώντας πιστά τον τραγικό μύθο χωρίς περιττές παραλλαγές, ο Mayr χρησιμοποίησε με μεγάλη δεξιοτεχνία, σύντομες μουσικές σκηνές οι οποίες έδωσαν ιδιαίτερη δραματικότητα στο έργο ιδίως στην δεύτερη πράξη όπου η Μήδεια καλεί τους Θεούς του Κάτω Κόσμου στην άρια «Antica notte», σκηνή που επέτρεψε στην περίφημη Giuditta Pasta να επιδείξει όλη την τραγική της τέχνη. Έργο ριζωμένο στην παράδοση του Ιταλικού belcanto δεν ανοίγει βέβαια νέους δρόμους στον χώρο της όπερας όπως τα έργα του Charpentier και του Cherubini, είναι όμως ένα αξιοσημείωτο έργο που αξίζει να πάρει μια σημαντική θέση στο λυρικό ρεπερτόριο.
Θα χρειαζόταν κανείς πολλές σελίδες για να αναφερθεί διεξοδικά σε όλες τις όπερες με θέμα την Μήδεια, έναν μύθο που έδωσε την δυνατότητα στους συνθέτες να δείξουν την δεινότητά τους στη σύνθεση δραματικών σκηνών. Αναφέρουμε επιλεκτικά τις όπερες των G.F.Haendel (“Teseo”, 1712), Joseph Mysliveček (“Medea” 1764), Giovanni Andreozzi (“Medea e Giasone”, 1793), Giovanni Pacini (“Medea”, 1843), Otto Bach (“Medea”, 1874), Vincenzo Tomasini (“Medea”, 1906), Lehmann Engel (“Medea”, 1935), Darius Milhaud (“Medeè”, 1938), Edward Staempfli (“Medea”, 1954), Gavin Bryars (“Medea”, 1981), και την όπερα του Rolf Liebermann “Medeè” που παρουσιάστηκε πρόσφατα στο Παρίσι. Δύο Έλληνες συνθέτες έγραψαν μουσική με θέμα την Μήδεια, ο Δημήτρης Τερζάκης, το έργο «Μήδεια» για σοπράνο, φωνητικό συγκρότημα, κρουστά και βιολοντσέλο (1966), και ο Μίκης Θεοδωράκης την όπερα «Μήδεια» (1991), όπερα που η αρχική της διάρκεια ήταν πέντε περίπου ώρες, αλλά που περικόπηκε τελικά σε τρεις, σε λιμπρέτο του ίδιου του συνθέτη, και που είναι ίσως το σημαντικότερο Λυρικό του έργο.
Εκτός όμως απο όπερες η Μήδεια ενέπνευσε πολλούς συνθέτες να γράψουν τραγούδια ( D’India 1623), Καντάτες (Clerambault 1710, Caldara 1711, Delysse 1987), Χορωδιακά έργα ( de Breville 1892, Giannini 1963, Denisov 1995), Δραματικούς μονόλογους (Křenek, 1953), και έργα για Ορχήστρα ή μεμονωμένα όργανα (D’Indy 1898, Lorentzen 1935), και τέλος Μελοδράματα (Benda 1775).
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» Ειδικες εκδόσεις.