French composer Camille Saint-Saens

Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος η Λυρική Σκηνή άνοιξε το Φεστιβάλ Αθηνών με την όπερα του Σαιντ-Σάνς «Σαμψών και Δαλιδά». Είναι από τις λίγες φορές που η Λυρική παρουσιάζει στο Ηρώδειο ένα μη Ιταλικό έργο, όπως έχει κάνει τα τελευταία χρόνια. Η αλήθεια είναι πως το Ιταλικό ρεπερτόριο και ιδιαίτερα τα έργα του Βέρντι είναι πιο κοντά στο γούστο του Αθηναϊκού κοινού, και έτσι η απόφαση να ανεβάσει ένα Γαλλικό έργο, ήταν ένα τόλμημα. Όμως , όπως συμβαίνει συχνά με την ΕΛΣ, οι προθέσεις της είναι καλές τα αποτελέσματα όμως δεν είναι αντίστοιχα των αρχικών προθέσεων.
Αν και η ΕΛΣ κάλεσε την Μαρκέλλα Χατζιάννο για τον ρόλο της Δαλιδάς , έναν ρόλο που έχει τραγουδήσει με μεγάλη επιτυχία κατά την διάρκεια της καριέρας της,
η σκηνοθεσία δεν της επέτρεψε να «αναπνεύσει» άνετα πάνω στη σκηνή .Έχει όμως μια φωνή με έντονα δραματικά στοιχεία και λαμπερές ψηλές νότες.
Ο τενόρος Ηeiki Siukola διαθέτει μια δυνατή και μεστή φωνή Βαγκνερικού τενόρου, μια φωνή που ταιριάζει στις πιο δραματικές όπερες του Γαλλικού ρεπερτορίου, (τον φαντάζεται κανείς στους «Τρώες» του Μπερλιόζ), που θυμίζει πολύ τον Jon Vickers.
Είναι μια φωνή που σίγουρα ξεχώρισε με την έντασή της και την δύναμή της, αν και έλλειπε ένα βαθύτερο επίπεδο ευαισθησίας και ερμηνείας του ρόλου.
Εντυπωσιακός ήταν ο Δημήτρης Κασσιούμης στον ρόλο του Αμπιμέλεχ, έχει μια μεστή φωνή με ιδιαίτερα δραματική χροιά , και τραγούδησε με άνεση και μεγάλη μουσικότητα. Πολύ καλός επίσης ο Andre Cognet στον ρόλο του Ιερέα.
Σε γενικές γραμμές όμως το φωνητικό μέρος της παράστασης ήταν μάλλον απογοητευτικό. H xχορωδία της ΕΛΣ υπό την πάντα εμπνευσμένη διεύθυνση της Φανής Παλαμίδη, έδωσε τον καλύτερο εαυτό της, ιδιαίτερα στην Πρώτη Πράξη.
Η ενισχυμένη Ορχήστρα έπαιξε με καλή διάθεση χωρίς όμως νεύρο, ακουγόταν κάπως κουρασμένη, ενώ η μουσική διεύθυνση του μαέστρου Λουκά Καρυτινού, σε ένα έργο το οποίο είχε παλαιότερα διευθύνει στο εξωτερικό με μεγάλη επιτυχία, ήταν χαλαρή, και σε ορισμένα σημεία άνευρη, προφανώς στην προσπάθειά του να κρατήσει τους μουσικούς μακριά από υπερβολικές εξάρσεις ,ξένες προς το Γαλλικό ύφος του έργου, χωρίς όμως από την άλλη πλευρά να κατορθώσει να βγάλει ένα χαρακτηριστικό ύφος από την Ορχήστρα.
Τι να πει κανείς όμως για την παλιομοδίτικη σκηνοθεσία και τα κοστούμια που θύμιζαν περισσότερο ιστορικές ταινίες του 50 του Ντε Μίλλ. Τι να πει κανείς για τις μαύρες γόβες της Δαλιδάς, και για το σιδερένιο γιαπί του σκηνικού τόσο ξένο προς τον χώρο του Ηρωδείου, όλο το πρόβλημα ήταν το πως θα πέσει ο ναός για να εντυπωσιασθούν οι ιθαγενείς θεατές, οι δήθεν κολώνες που θύμιζαν περισσότερο τις σιδερένιες πόρτες των πλοίων, όταν κατεβαίνουν για να μπουν τα αυτοκίνητα, παρά κολώνες ναού έστω και σχηματικά. Προφανώς ούτε οι ίδιοι οι Φιλισταίοι τις συμπαθούσαν ιδιαίτερα αφού οι ίδιοι οι φύλακες έδωσαν στα χέρια του Σαμψών τους χαλκάδες για να τις ρίξει. Γενικά , η οπτική εικόνα που παρουσίασε η παράσταση ήταν απογοητευτική και έδειχνε προχειρότητα και βιασύνη. Κρίμα, γιατί είναι ένα έργο, δύσκολο μεν και πολύ άνισο τόσο θεατρικά όσο και μουσικά, αλλά του άξιζε σαφώς καλύτερη μεταχείριση από αυτή που έλαβε.