Η Μαρία Κάλλας είναι ίσως το πιο πολυσυζητημένο πρόσωπο στην σύγχρονη ιστορία της όπερας. Η μορφή της, λίγα μόλις χρόνια μετά τον θάνατό της, πήρε μυθικές διαστάσεις. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που η παρουσία της προκαλούσε σκληρές κριτικές, τόσο από τους συναδέλφους της όσο και από τους μουσικοκριτικούς. Καθώς διαβάζει κανείς τις κριτικές από τις παραστάσεις της εποχής ένα είναι βέβαιο: πώς η φωνή και η παρουσία της στη σκηνή δεν άφηνε κανέναν αδιάφορο. Αυτό είναι ίσως η μεγαλύτερη φιλοφρόνηση που μπορεί να «εισπράξει» ένας καλλιτέχνης στην ζωή του.
Τι ήταν όμως αυτό που έκανε τη φωνή της τόσο μοναδική; Τι προκαλούσε τέτοιες ακραίες αντιδράσεις στο κοινό; Την λατρεία ή την απόρριψη; Δύσκολο να απαντήσουμε σ’αυτά τα ερωτήματα, γιατί «Κάλλας» σημαίνει για τον κάθε ένα μας κάτι το ξεχωριστό, το ιδιαίτερο. Όπως κανείς δεν μπορεί να εξηγήσει γιατί θαυμάζει η όχι την «Τζιοκόντα» του Ντα Βίντσι, έτσι δεν μπορεί και να εξηγήσει γατί θαυμάζει ή όχι τη φωνή της Κάλλας.
Πιο μεγάλη σημασία όμως έχει να καταλάβουμε την προσφορά της στην Τέχνη της Όπερας, να κατανοήσουμε δηλαδή αυτό που έφερε στην όπερα, και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα νέο μουσικό και δραματικό ήθος , καθοριστικό για την εξέλιξη αυτής της Τέχνης. Αν η όπερα σαν μουσικοδραματική φόρμα έχει επιζήσει, αν οι τραγουδιστές πείθουν με την παρουσία τους πάνω στη σκηνή το ακροατήριο, αποκαλύπτοντας την ουσία της τέχνης του τραγουδιού, αυτό σίγουρα οφείλεται στην Κάλλας.
Για να το πετύχει όμως δούλεψε σκληρά. Ήξερε την τέχνη της από κάθε άποψη. Γνώριζε καλά τους μηχανισμούς της και τον τρόπο να τους αξιοποιεί στον μεγαλύτερο βαθμό. Αυτό δείχνει βαθιά γνώση τόσο της φωνητικής όσο και της δραματικής Τέχνης. Δεν είναι τυχαίο που στις δοκιμές διόρθωνε τους μαέστρους, αφού γνώριζε κάθε νότα της παρτιτούρας του έργου και όχι μόνο του δικού της ρόλου. Κάθε φράση και αντίστοιχη απόκριση στην φράση αυτή, ήταν στο μυαλό της απόλυτα τοποθετημένη μουσικά και δραματικά, γιατί τότε μόνο μπορούσε να υπερβεί τη μουσική και να δημιουργήσει κάτι το μοναδικό , να κάνει τέχνη με το τραγούδι της, όπως ένας ζωγράφος φτιάχνει έναν πίνακα με τα πινέλα του και τον χρωστήρα του, να κάνει το μεγάλο θαύμα: να δείχνει στο κοινό πως είναι μέσα στη δραματική κατάσταση που ερμηνεύει, ενώ στην πραγματικότητα όλα ήταν μαθηματικά υπολογισμένα. Αυτή η ικανότητα που είχε να βρίσκεται ταυτόχρονα «μέσα» και «έξω» από τον ρόλο που ερμήνευε είναι το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της τέχνης της. Αν ακούσει κανείς τα μαθήματά της στο Julliard School θα το καταλάβει . Σε μια τραγουδίστρια που ερμήνευε με πάθος την πρώτη σκηνή της «Μήδειας» του Κερουμπίνι, παρατηρεί πως αν συνεχίσει έτσι δεν θα βγάλει ούτε την πρώτη πράξη, γιατί θα έχει εξαντληθεί, όχι μόνο φωνητικά, αλλά και ψυχικά. Ο σωστός καλλιτέχνης μετράει τις δόσεις της δραματικής έντασης που θα δώσει στο κοινό με τέτοια προσοχή, ώστε στο μεν ακροατήριο αυτό να μην είναι εμφανές και να νοιώθει πως ο ερμηνευτής δίνει όλο τον εαυτό του, ενώ στην πραγματικότητα όλα είναι προμελετημένα.
Για να μπορέσει όμως να το πετύχει αυτό ο καλλιτέχνης στη σκηνή, πρέπει να γνωρίζει από κάθε άποψη το νόημα της μουσικής που ερμηνεύει. Σ’ αυτό το σημείο η Κάλλας ήταν απόλυτη. Κάποτε είπε πως δεν χρειάζεται ο σκηνοθέτης να διαβάσει ούτε ένα βιβλίο για το έργο γιατί η ίδια η μουσική τού δείχνει τι πρέπει να κάνει. Το ίδιο και ο τραγουδιστής. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερες αναλύσεις για την ψυχολογία του ήρωα ώστε να καταλάβει τα κίνητρά του. Η ίδια η μουσική τον οδηγεί σε κάθε του βήμα. Αν ο τραγουδιστής ανοίξει τα «αυτιά» της ψυχής του και ακούσει τη μουσική, δεν θα χρειάζεται κανέναν άλλο να του πει πώς να κινηθεί και πώς να παίξει. «Ακούστε τη μουσική, αυτή θα σας πει και θα σας δείξει τι να κάνετε», έλεγε. Αυτός εξ΄άλλου ήταν και ο λόγος που επέμενε σε μία καθαρά αναλυτική προσέγγιση της μουσικής που ερμήνευε, ούτως ώστε η γνώση να την οδηγήσει στην ανασύνθεσή της πάνω στη σκηνή και την μετουσίωσή της σε Τέχνη και όχι σε απλή ερμηνεία. Πόσο μακριά είναι όλα αυτά από την συνήθεια που έχουν τόσοι τραγουδιστές σήμερα, οι οποίοι πριν ερμηνεύσουν έναν ρόλο ακούν όλες τις ηχογραφήσεις που υπάρχουν! Ένα αγαπημένο παιχνίδι των κριτικών είναι να αναγνωρίζουν από την ερμηνεία των καλλιτεχνών ποιους δίσκους έχουν ακούσει.
Αυτό όμως που συγκινεί κάποιον ακούγοντας την Κάλλας είναι η απόλυτη ειλικρίνεια των ερμηνειών της. Λίγοι τραγουδιστές είχαν με τη φωνή τους τόσα προβλήματα και τόσες ατέλειες. Η Κάλλας όμως πέτυχε το ακατόρθωτο, να ξεπεράσει αυτά τα προβλήματα με την τεχνική της. Πάνω απ’όλα όμως ποτέ δεν κορόιδεψε το κοινό. Ένα ψηλό τονισμένο μι , θα το τραγουδούσε τονισμένο έστω και αν έσπαγε η φωνή. Δεν θα καταδεχόταν να καλύψει την ατέλεια αυτή με τεχνικά κόλπα. Αν δεν μπορούσε να βγάλει την απαιτούμενη νότα όπως ήταν γραμμένη , τότε θα προτιμούσε να μην τραγουδήσει καθόλου. Ποτέ λυρικός καλλιτέχνης στην ιστορία της όπερας δεν υπήρξε τόσο ειλικρινής με το κοινό του, και συγχρόνως τόσο ευάλωτος εξ΄αιτίας αυτής της ειλικρίνειας. Όπως όλοι οι μεγάλοι άνθρωποι που σκέφτονται έτσι, κι’ αυτή πλήρωσε ακριβά τις επιλογές της. Θα μπορούσε μετά το τέλος της σκηνικής της καριέρας- έτσι είπαν πολλοί- να τραγουδήσει lieder. Όμως η Κάλλας δεν πρόδωσε την φύση της, γιατί ήταν άνθρωπος της όπερας, και τούτο σημαίνει κοστούμια, σκηνικά, χορωδία, ορχήστρα.
Όμως το μεγάλο μάθημα και ουσιαστικά η μουσική διαθήκη της στους νεώτερους καλλιτέχνες, βρίσκεται στην καρδιά, τον πυρήνα της Οπερατικής Τέχνης: η επικοινωνία μέσα από την μουσική. Η Κάλλας απέδειξε αυτό ακριβώς που όλοι ένοιωθαν , πως δεν τραγουδούσε απλά μουσική, αλλά μίλαγε μέσα από την μουσική. Μουσική, λόγος, επικοινωνία γινόντουσαν ένα ενιαίο σύνολο πάνω στη σκηνή. Ποιος μπορεί να ξεχάσει τις αναρίθμητες μουσικές της φράσεις στη «Λουτσία», την «Νόρμα», την «Σονάμπουλα», τον «Πειρατή», φράσεις που προκαλούσαν ρίγος στους ακροατές και που σήμερα ακούγονται σαν να ξεπηδούν απ’ το στόμα ενός υπερβατικού πλάσματος. Τις ακούμε τώρα πια από τους δίσκους και μένουμε άναυδοι. Αδυνατούμε να πιστέψουμε το πως τραγουδήθηκαν και δεν καταλαβαίνουμε οτι αυτό ακριβώς είναι η πραγματική φύση της όπερας, η προσέγγιση της έννοιας του Λόγου μέσα από την Μουσική, η κορυφαία ουσία της Τέχνης αυτής που δικαιώνει την ίδια την ύπαρξη της. Μια Τέχνη που έχει πάνω από 500 χρόνια ζωής και που όσο υπάρχουν καλλιτέχνες σαν την Κάλλας, θα συνεχίζει να ζει, και οι άνθρωποι θα μπορούν να επικοινωνούν με αυτή τη μυστική και μαγική της γλώσσα.