Οι Ολυμπιακοί αγώνες της αρχαιότητας και το ήθος που τους χαρακτήριζε στην αρχαιότητα, δύσκολα συνδυάζονται στο μυαλό μας με τον Χριστιανισμό, ο οποίος άλλωστε ήταν και υπεύθυνος τότε για τον τερματισμό τους. Όμως το έργο του μουσικοσυνθέτη Γιώργου Βούκανου «Αρετών ανωτέρα» που παρουσιάσθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 5 Ιουνίου υπό την σκέπη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, προσπάθησε να αποδείξει το αντίθετο.
Ο Γιώργος Βούκανος είναι ένας νέος συνθέτης αλλά με ένα αρκετά σημαντικό μουσικό παρελθόν. Το έργο που ακούσαμε στο Μέγαρο ήταν σε ποίηση του Δημήτρη Ρουμπάνη με τον οποίο ο συνθέτης έχει συνεργαστεί πολλές φορές.
Το Συμφωνικό αυτό ποίημα , που θυμίζει στο ύφος του και στην αρχιτεκτονική του περισσότερο Καντάτα, είναι μια μουσική αναπαράσταση των τελετών των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αρχαιότητα. Μέσα απο τα εννέα μέρη του παρακολουθούμε τις πολύπλοκες τελετές που σηματοδοτούσαν τους διάφορους σημαντικούς σταθμούς μιας Ολυμπιάδας. Την «Ιερά Εκεχειρία» όπου ο Εκεχειφόρος ανακοίνωνε την έναρξη των αγώνων, την έναρξη των αγώνων ( «Αρχεται Αγών» ), την απονομή των στεφάνων, και την Επινίκιο Ωδή, όλες αυτές οι σημαντικές στιγμές περνάνε ζωντανά μπροστά στα μάτια μας με βοηθό την φαντασία μας και την μουσική του Γ.Βούκανου. Τα εμβόλιμα Κείμενα του Αποστόλου Παύλου, και η Προφητεία του Ησαϊα , προσπαθούν να φέρουν κοντά το πνεύμα και το ήθος του χριστιανισμού με αυτό των Ολυμπιακών Αγώνων. Μεγάλο τόλμημα η προσέγγιση δύο τόσο διαφορετικών κόσμων ενός πολιτισμού που λάτρευε το κάλλος τόσο της ψυχής όσο και τού σώματος και μιας θρησκείας που θεωρεί τα δύο αυτά στοιχεία αντίθετα μεταξύ τους, φορτισμένα με το αίσθημα της ενοχής και της αμαρτίας που ήταν μάλλον άγνωστα στοιχεία στον Αρχαίο κόσμο. Όμως πέρα απο αυτές τις εξωτερικές διαφορές, υπάρχουν και πολλά κοινά σημεία προσέγγισης, και αυτό προσπαθεί να ανακαλύψει μέσα απο το έργο αυτό ο Γ.Βούκανος.
Η μουσική του γλώσσα είναι βαθύτατα επηρεασμένη απο την σύγχρονη κινηματογραφική μουσική και φυσικά απο την Βυζαντινή μουσική παράδοση, όμως άν και η γραφή του χρησιμοποιεί μεγάλα Ορχηστρικά σύνολα, είναι κρατημένη και μετρημένη χωρίς να γίνεται επιφανειακά εντυπωσιακή, ή μεγαλόστομη. Εξαιρετικοί ήταν και οι ερμηνευτές του έργου , η δυνατή και καθαρή, αν και λίγο σκληρή στις ψηλές περιοχές φωνή της σοπράνο Ελένης Σταμίδου, η βελούδινη βαθιά και εκφραστική φωνή της μέτζο Μαρίτας Παπαρίζου, η ευέλικτη φωνή του τενόρου Κων/νου Τζέμου και η δυνατή φωνή του βαθύφωνου Γιώργου Ματθαιακάκη, χωρίς φυσικά να ξεχάσουμε την τόσο γλυκιά και εντυπωσιακού εύρους φωνή του Ψάλτη Ανδρέα Ιωακείμ.
Η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΕΡΤ υπό την διεύθυνση του Γιώργου Αραβίδη, και οι τρεις Χορωδίες , της ΕΡΤ, της Ιεράς Συνόδου και της Σχολής «Άγιος Ιωσήφ» ήταν εξαιρετικές και έδωσαν τον καλύτερο εαυτό τους. Μια ένσταση μόνο: ο απαράδεκτος μικροφωνισμός των τραγουδιστών ο οποίος όχι μόνο ήταν κάκιστος αφού παραμόρφωνε στην κυριολεξία τις φωνές των σολίστ, αλλά και επιεικώς απαράδεκτος για έναν χώρο όπως το Μέγαρο Μουσικής που υποτίθεται πως διαθέτει μια άψογη ακουστική. Ελπίζω αυτή η κατάσταση να μη γίνει συνήθεια στον χώρο του Μεγάρου που μόνο λαϊκά πανηγύρια, και κέντρα διασκέδασης θυμίζει.