Για δεύτερη φορά η Λυρική (φαντάζομαι πως είναι η επιλογή της προηγούμενης διοίκησης) επέλεξε την παλιά παραγωγή του Τροβατόρε του 2012 που είχαμε παρακολουθήσει στο Ηρώδειο με την Ιανο Ταμάρ και τον αιώνιο Βάλτερ Φρακάρο, σε σκηνοθεσία του Στέφανο Πόντα.
Στην παράσταση που παρακολουθήσαμε ( 21/7/2017), ο εφιάλτης ξαναξύπνησε. Ξαναβλέποντάς την πείσθηκα για την ορθότητα της παλιάς μου κριτικής. Η όλη σκηνοθεσία είχε περισσότερα κακά στοιχεία απο τα λίγα καλά. Η όλη “σκηνοθεσία” ήταν στατική σε βαθμό που νόμιζε κανείς πως έβλεπε όλο το θέαμα σε slow motion. Οι τραγουδιστές ακίνητοι, ψυχροί και ανέκφραστοι, τραγουδούσαν μια μουσική γεμάτη πάθος και ένταση, στην Ισπανία βρισκόμαστε , έλεος…

φωτό: Μ.Σταφυλίδου

Τα κοστούμια του Πόντα θύμιζαν κυνηγούς βαμπίρ, άκομψα και βαριά, απορώ πως δεν λυποθύμησαν οι τραγουδιστές απο τη ζέστη. Οι μοναχές θύμιζαν άσυλο ανιάτων ντυμένες με άσπρα ρούχα και καπέλλα που θύμιζαν κουκούλια κάμπιας, και στην άκρη προς τέρψην των θεατών, ημίγυμνοι άντρες μέσα σε μια λίμνη κολλημένοι πάνω σε ένα δέντρο , χαιδευόντουσαν αργά αλλά σταθερά, τουλάχιστον αυτοί δροσίστηκαν….
Στο φωνητικό επίπεδα τώρα τον ρόλο της Ελεονώρας είχε η Τσέλια Κοστέα, η οποία έχει γίνει πιά σοπράνο “παντός καιρού” στη Λυρική. Ας μην την ξεθεώνουν τόσο συχνά γιατί στο τέλος θα χάσουν και τα αυγά και τα πασχάλια. Η Λυρική έχει την τάση να ξεζουμίζει τους καλούς τραγουδιστές και μετά να τους αγνοεί, πολλές φορές έχουμε δεί καριέρες να καταστρέφονται σε λίγα χρόνια απο κούραση και εξάντληση.. Η φωνή ακόμα έχει μια λυρική χροιά, είναι ένας ρόλος που της ταιριάζει άλλωστε γάντι, ακούσαμε όμορφα μαλακά περάσματα, ακόμα και στη ψηλή περιοχή, αλλά σε πολλά σημεία η φωνή ακουγόταν κάπως κουρασμένη.
Ο Μανρίκο του Βάλτερ Φρακάρο είναι πλέον εντελώς παλιομοδίτηκος και ξεπερασμένος. Η φωνή τραχειά και χωρίς χρώματα, ήταν ένας συμβατικός Μανρίκο που θύμιζε δεκαετία του 50.
Η Αζουτσένα της Γέλενα Μανίστινα ήταν επίσης άχρωμη, με μια φωνή αδύναμη χωρίς χαμηλή περιοχή, ο ρόλος απαιτεί μια “βαρειά” μέτζο με πολλά χαμηλά περάσματα.
Μας αποζημίωσε ο Δημήτρης Πλατανιάς στο ρόλο του Κόμη Ντι Λούνα, με μια φωνή ηχηρή (υπερβολικά ηχηρή μερικές φορές) και δραματική, σταθερή αξία της Λυρικής.

φωτό: Μ.Σταφυλίδου

Πολύ καλός ο Τάσος Αποστόλου ο οποίος έχει εξελιχθεί σε μια φωνή πρώτης γραμμής, το τραγούδι του λυρικό χωρίς υπερβολές, ένας υπέροχος Φερράντο.
Πολύ καλοί οι Μυρτώ Μποκολίνη και Παναγιώτης Πρίφτης στους μικρούς αλλά σημαντικούς ρόλους της Ινές και του Ρουίθ, και φυσικά η Χορωδία της Λυρικής, που είχε επιπλέον να εκτελέσει και ασκήσεις γιόγκα στη διάρκεια του Χορωδιακού των τσιγγάνων.
Μοναδικό θετικό στοιχείο εκτός απο τα άσχετα γλυπτά , μια παλάμη με σηκωμένο , ευτυχώς, όχι το μεσαίο δάχτυλο, και ένα γιουβαρλάκι με καφάλια των…ένας Θεός ξέρει ποιών… ήταν οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του σκηνοθέτη, πραγματικά δοσμένοι με φαντασία και ευρηματικότητα.
Η διεύθυνση Ορχήστρας του Μίλτου Λογιάδη ήταν αργή, αν και ενοιωθες πως τον τραβούσαν πίσω οι τραγουδιστές, θα ήθελα περισσότερη ένταση και ταχύτητα, Βέρντι είναι όχι Βάγκνερ.
Σε γενικές γραμμές ελπίζω να μην την ξαναδώ αυτή τη παράσταση, την βρήκα χωρίς λόγο φλύαρη και κουραστική, ούτε το σημείωμα του σκηνοθέτη μου είπε και πολλά πράγματα τι θα πεί:
“ Στην όπερα δεν υπάρχει λόγος , υπάρχει τραγούδι..” γιατί το τραγούδι δεν είναι λόγος; ή πως “τα πρόσωπα δεν έχουν σώμα , αλλά χειρονομίες, σκέψεις”, τι είναι ζόμπι; εξ’ ού και ο τίτλος του άρθρου..Μάλλον ο σκηνοθέτης θα πρέπει να ξεκαθαρίσει μέσα του τι εστί όπερα και τί θέατρο……και κάτι τελευταίο, αυτό το «μάγεψε» και «μάγεψε» που διαβάζουμε συνέχεια στα δελτία τύπου έχει παραγίνει, ας βρούνε και καμιά άλλη λέξη..