Πρίν μερικές μέρες έβλεπα στην τηλεόραση μια εκπομπή απο συνεντεύξεις γνωστών τραγουδιστών, σκηνοθετών και μαέστρων μέ θέμα την μουσική του Βάγκνερ. Οι περισσότεροι όταν ρωτήθηκαν για το ποιά είναι η αγαπημένη τους όπερα, απάντησαν ο “Τριστάνος και Ιζόλδη”.
Είναι μαζί με τον “Πάρσιφαλ” ένα απο τα πιό μυστικιστικά έργα του συνθέτη. Γραμμένη το 1857 ο Βάγκνερ είχε σαφείς επιρροές απο την φιλοσοφία του Σόπενάουερ και απο την ερωτική του σχέση με την Ματίλντε Βέζεντοκ. Ο συνθέτης θεωρούσε το έργο αυτό όχι σαν μια όπερα αλλά σαν ένα “δράμα” – eine Handlung- όπως το αποκαλούσε. Είναι σίγουρα και χωρίς αμφιβολία ένα απο τα πιό απαιτητικά έργα του ρεπερτορίου, και απαιτεί μεγάλες φωνές , μια εξαιρετική Ορχήστρα με μεγάλη εμπειρία στη Συμφωνική μουσική, και έναν εμπνευσμένο Μαέστρο.
Και ιδού λοιπόν η Λυρική Σκηνή εν έτει 2015 επιχειρεί το μεγάλο άλμα, να παρουσιάσει για πρωτη φορά στην ιστορία της το έργο αυτό του Βάγκνερ ( και όχι στην Ελλάδα όπως πολλοί έγραψαν στον Τύπο αφού παρουσιάστηκε το 1983 στο Φεστιβάλ Αθηνών και το 1995 στο Μέγαρο). Καλεσμένος σκηνοθέτης, ο Γιάννης Κόκκος, δεν είναι άγνωστος στο Ελληνικό κοινό. Ανέλαβε το δύσκολο έργο της σκηνοθεσίας ενός απόλυτα στατικού έργου, που “θεατρικά” θυμίζει περισσότερο Ορατόριο παρά Οπερα. Τα σκηνικά ήταν τελείως διαφορετικής αίσθησης και για τις τρείς Πράξεις, σαν να έβλεπε κανείς τρία διαφορετικά έργα σε μία βραδυά. Στην Πρώτη Πράξη η σκηνή ήταν χωρισμένη σε δύο επίπεδα σε κάτι που θύμιζε πλοίο, με μία “γάζα” που μας επέτρεπε να βλέπουμε την πλώρη του πλοίου με τον Τριστάνο και τους ναύτες, ενω το πρώτο επίπεδο ήταν η καμπίνα της Ιζόλδης.
Στη Δευτερη Πράξη, ότι μπορέσαμε να δούμε απο το σκηνικό λόγω του σκοταδιού, ήταν διάφοροι κορμοί δένδρων ένας τοίχος και στο βάθος κάτι που έμοιαζε με κάστρο, ήταν το πιό ατμοσφαιρικό σκηνικό της παράστασης.
Στην τελευταία Πράξη μεταφερόμαστε σε έναν χώρο που θύμιζε τα νταμάρια της Πεντέλης, ή την βομβαρδισμένη Βηρυττό αν προτιμάτε.
Οι φωτισμοί του τόσο ταλαντούχου Ντι Ιόριο ήταν τόσο ελάχιστοι και σκοτεινοί , που μου προξένησαν νύστα. Δεν ξέρω ποιός είχε την φαενή ιδέα να εξωβελίσει τους υπέρτιτλους στα πλάγια της σκηνής, αλλά όσοι ήταν καθισμένοι κοντά στην σκηνή στις πρώτες σειρές σίγουρα έπαθαν αυχενικό απο την προσπάθεια να γυριζουν δεξια, αριστερά το κεφάλι για να καταλάβουν τι έλεγαν οι τραγουδιστέ, και αυτό σε μία όπερα που αν δεν καταλαβαίνεις το κείμενο, έχεις χάσει την μισή εμπειρία. Μην ξεχνάμε πως αυτός ο μουσικός μαραθώνιος διαρκεί σχεδόν πέντε ολόκληρες ώρες.
Προσωπικά βρήκα τη σκηνοθεσία ανέμπνευστη και κουραστική, και με έλλειψη προσοχής στις λεπτομέρειες.. δεν καταλαβαίνω πως το κύπελλο με το φίλτρο που προσφέρει η Ιζόλδη στον Τριστάνο ήταν απο πλαστικό , ένα αντικείμενο που θα έπρεπε να προβάλλει ο σκηνοθέτης μια και είναι η “μηχανή” που κινεί το δράμα… τα βίντεο του Ερίκ Ντυραντώ δεν με έπεισαν για την αναγκαιοτητά τους ιδιαίτερα στο φινάλε του έργου με το φάντασμα της Ιζόλδης να απομακρύνεται, μου έφερε στον νου την κακιά μάγισσα απο την ταινία “Οζ” της Ντίσνευ, μου χάλασε όλη την ατμόσφαιρα της στιγμής, όπως και το τεράστιο κεφάλι του Τριστάνου στην Πρώτη Πράξη…νάταν και κανένα μοντέλλο, πάει και έρχεται.. Τα κοστούμια ήταν άλλα καλά, άλλα μέτρια, σε γενικές γραμμές δεν με εντυπωσίασαν ιδιαίτερα.
Στο φωνιτικό μέρος της παράστασης, κατα την άποψή μου το αστέρι της βραδυάς ήταν η Μπραγκαίνε της Κατερίνα Ντάλαυμαν. Θα ήθελα να ήταν αυτή Ιζόλδη, τουλάχιστον όπως εγώ θεωρώ πως πρέπει να ερμηνεύεται. Είναι ένας ρόλος απαιτητικότατος που απαιτεί μια φωνή στο επίπεδο της Μπίργκιτ Νίλσσον, σθεναρή, στοιβαρή με εσωτερική ένταση, με μέταλλο και αντοχή των πνευμόνων, ότι ακριβώς έλλειπε απο την Ιζόλδη της Αν Πέτερσεν που κρατούσε τη φωνή της πίσω για να τραγουδήσει το περήφημο Liebestod, στο τέλος, που το ερμήνευσε άριστα. Ομως ο “Τριστάνος “ δεν είναι μια άρια μόνο. Η Ντάλαυμαν ήταν απλά συγκλονιστική. Φωνή δυνατή, με ένταση, συναίσθημα, και προσωπικότητα τραγούδησε μια εξαιρετική Μπρανγκαίνε.
Θεωρώ πως ο ρόλος της Ιζόλδης ξεπερνά σε αυτό το στάδιο της καριέρρας της την Αν Πέτερσεν. Η φωνή της παραείναι ελαφρυά για τον ρόλο, είναι μια καθαρά λυρική σοπράνο. Το γεγονός πως κρατούσε, και πολύ σοφά έπραξε, τη φωνή πίσω σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, δείχνεί την προσπάθειά της να επιβληθεί σε μια παρτιτούρα που την ξεπερνούσε.
Τα ίδια προβλήματα είχε και ο Τριστάνος του Τορστεν Κέρλ, ένας καθαρά λυρικός τενόρος , όχι όμως το πρώτυπο του heldentenor, του ηρωικού τενόρου που είναι ο ρόλος του Τριστάνου, που ναι μεν απαιτεί μια φωνή με λυρικές αποχρώσεις αλλά με ένταση και δραματικότητα που χαρακτηρίζει το είδος αυτό των τενόρων. Η φωνή απο την αρχή ήταν αδύναμη, προφανώς γιατί όπως και η Πέτερσεν κρατούσε τη φωνή του για την μεγάλη του άρια. Απλά και καθαρά, όταν δεν έχεις τις σωστές φωνές με τις φυσικές και φωνιτικές αντοχές που απαιτούνται, δεν ανεβάζεις τέτοια οριακά έργα.
Ευτυχώς υπήρχαν οι φωνές του Μίχαελ Φήρ στον ρόλο του Κούρβεναλ και του Χαράλαμπου Αλεξανδρόπουλου στον ρόλο του Μέλοτ που δικαίωσαν απόλυτα τη μουσική του Βάγκνερ.
Στους μικρότερους ρόλους, εξαιρετικός όπως πάντα ο Αντώνης Κορωναίος (σταθερή αξία για τη Λυρική), ο Νίκος Στεφάνου και ο Κωστής Ρασιδάκης.
Η Χορωδία της Λυρικής, υπο την τόσο εμπνευσμένη διέυθυνση του Α.Γεωργακάτου , έδωσε τον καλλύτερο εαυτότης.
Η Ορχήστρα της ΕΛΣ που δεν είναι συνηθισμένη σε τέτοια έργα που απαιτούν Συμφωνικής ποιότητας ήχο ήταν πολύ καλή, και φυσικό είναι αφού όλη τη δουλειά στην προετοιμασία την ανέλαβαν δύο ξένοι Μαέστροι που ήρθαν ειδικά γι’ αυτή τη δουλειά και δούλευαν την Ορχήστρα για μήνες. Ο Μ.Μιχαηλήδης βρήκε μια Ορχήστρα άριστα προγυμνασμένη κάνοντας το έργο του σαφώς πιό απλό. Τα τέμπι του τα βρήκα απελπιστικά αργά και με έλλειψη ρυθμικής ενέργειας, ένοιωθα πως η Ορχήστρα “σερνόταν” στην κυριολεξία. Δεν κατάλαβα την κίνηση του να ανέβη όλη η Ορχήστρα επι σκηνής στο τέλος, μια πρακτική που εγώ δεν την έχω ξαναδεί.
Σε γενικές γραμμές ήταν μια συνβατική παρ’ασταση απο αυτές που βλέπεις συχνά σε διάφορα θέατρα στη Γερμανία, μια καλή προετοιμασία για τη Λυρική, αν θέλει να επεκτείνει το ρεπερτόριό της πέρα απο τον Βέρντι και τον Πουτσίνι.