Η επίσημη πρεμιέρα της όπερας του Βιντσέντζο Μπελίνι «Υπνοβάτης», ήταν και η πρώτη παράσταση της Χειμερινής σαιζόν του Μεγάρου Μουσικής. Εργο καθαρά Ρομαντικό, με μεγάλες επιδράσεις από τον Ροσσίνι, το έργο αυτό του Μπελλίνι είναι και από τα πιο δύσκολα από άποψη σκηνοθεσίας.
Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί πως σε πολλά σημεία η υπόθεση του έργου είναι απλοϊκή έως αφελής, όμως σε αυτό ακριβώς το στοιχείο βρίσκεται και η ψυχή του έργου. Ένα μικρό παραμύθι για μεγάλα παιδιά , όμως κάτω από αυτή την αφέλεια
υποβόσκει μια τραγικότητα, με καθαρά δραματικές καταστάσεις. Αυτή την διπλή φύση του έργου συνέλαβε με την ευαισθησία του ο σκηνοθέτης Δημήτρης Παπαιωάννου, και με την βοήθεια της εξαιρετικής Ελευθερίας Ντεκώ, δημιούργησε μια ατμόσφαιρα κλειστοφοβική , που την διαποτίζει το χλωμό φως της σελήνης ρίχνοντας όμως το κέντρο βάρους στο τραγικό στοιχείο, αγνοώντας σχεδόν εντελώς την παιδικότητα και την αφέλεια του κειμένου, και κατά συνέπεια και την ίδια τη φύση της μουσικής αυτής του Μπελλίνι που υπηρετεί το κείμενο του Ρομάνι, ξεχνώντας πως είναι μια όπερα Semi-seria δηλαδή «ημιτραγική»
Πολλά από τα σκηνικά του ευρήματα ήταν πραγματικά ευφάνταστα όπως στην Πρώτη Πράξη που εμφανίζεται η Αμίνα ενώ στο βάθος το «φάντασμα» με το καταπληκτικό Νυφικό παραπατάει σαν ένα ανεκπλήρωτο όνειρο, και τελικά σωριάζεται άψυχο στο έδαφος, όμως ένοιωθε κανείς πως ο σκηνοθέτης δεν ήξερε τι να τα κάνει αυτά τα ευρήματα και πως να τα εντάξει δραματουργικά στο έργο με αποτέλεσμα να τα «καιει» όπως λενε και στη γλώσσα του θεάτρου.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως ήταν η ένταξη της Χορωδίας στο όλο έργο , της οποίας ο σημαντικότατος ρόλος αντιμετωπίστηκε σαν ένα άλυτο πρόβλημα, ένα αναγκαίο κακό, το οποίο απλά υπήρχε εκεί. Στον τομέα αυτό δεν δόθηκαν από τον Σκηνοθέτη ικανοποιητικές λύσεις. Σε πολλά σημεία δεν δικαίωνε δραματουργικά την σκηνική της παρουσία, ενώ σε άλλα σημεία η κινησιολογία της δεν είχε καμιά αντιστοιχία με τη μουσική. Αυτό ακριβώς αποδυνάμωσε και την σκηνοθεσία του έργου, ένοιωθε δηλαδή κανείς πως σε πολλά σημεία η μουσική η ίδια αναιρούσε την σκηνική εικόνα, ακόμα και την ανταγωνιζόταν, όπως στην τελική άρια της Αμίνα όπου ο Χορός αποσπούσε την προσοχή του θεατή από την ίδια την Αμίνα. Θα μπορούσε να εμφανιζόταν η ίδια η τραγουδίστρια ντυμένη με το νυφικό της και να ξυπνήσει ήδη ντυμένη με αυτό, και έτσι το όνειρο και η πραγματικότητα θα είχαν γίνει ένα και το αυτό, και θα οδηγούσαν στην λύση του έργου με πιο μεγάλη φυσικότητα. Η άποψη του Δημήτρη Παπαιωάννου ήταν μια καθαρά εικαστική άποψη, όχι σκηνοθετική , δοσμένη όμως με ευαισθησία και φαντασία, και πιστεύω πως ένα δεύτερο βλέμμα στην σκηνοθεσία και ένα πιο λειτουργικό σκηνικό, θα διορθώσει την κατάσταση.
Φωνητικά (παρακολούθησα την δεύτερη μόνο διανομή), το έργο ευτύχησε απόλυτα. Παρ΄ολα τα φωνιτικά του μικροπροβλήματα ο Raoul Gimenez μας έδωσε έναν εντυπωσιακό Ελβίνο πιό κοντά στην Ροσσινιακή παράδοση απο όσο έχουμε συνηθίσει, ενώ ένα μεγάλο «εύγε» οφείλουμε στην Μαρία Μητσοπούλου που μας χάρισε μια εξαιρετική ερμηνεία στον ρόλο της κάνοντάς τον δραματουργικά άξιο με αυτόν της Αμίνα. Ο George Mosley ήταν ένας εξαιρετικός Κόμης, με σίγουρη και μεστή φωνή. Την βραδιά όμως κέρδισε αναμφισβήτητα η Sumi Jo η οποία με το «έξυπνο» και τόσο μουσικό τραγούδι της κέρδισε το κοινό. Η καμπαλέττα της τελευταίας άριας αποτέλεσε μια μοναδική μουσική εμπειρία, κανοντάς την άξια κληρονόμο της Joan Sutherland και της June Anderson.
Η Χορωδία της ΕΛΣ μας έδωσε ,όπως πάντα άλλωστε, τον καλύτερο εαυτό της υπό την Διεύθυνση της τόσο άξιας Φανής Παλλαμίδη, η ορχήστρα της ΚΟΑ όμως ήταν υποτονική κυρίως εξ αιτίας των πολύ αργών τέμπι που διάλεξε ο διευθυντής ορχήστρας, και που αποδυνάμωσαν εντελώς το έργο. Ήταν αναμφισβήτητα η «Βραδυά των Τραγουδιστών»