Μία ματιά στην ιστορία της όπερας είναι αρκετή για να μας πείσει για την επίδραση της ΄Αρχαίας Ελληνικής λογοτεχνίας στο είδος αυτό της μουσικής. Είναι γνωστή η επίδραση της Φλωρεντινής Καμεράτα στην εξέλιξη της όπερας σαν είδος, μέσα από μία προσπάθεια αναβίωσης της αρχαίας Τραγωδίας. Η έμφαση κυρίως στον λόγο και μετά στη μουσική με το περίφημο recitar cantando , ο οποίος λόγος είχε την δύναμη να δημιουργεί στον ακροατή έντονα συναισθήματα, «φόβον» και «πάθος» όπως λεει και ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» του , οδήγησε αναπόφευκτα στα κείμενα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, τα οποία έγιναν πηγή έμπνευσης για τους λιμπρετίστες της όπερας. Μόνο μέσα από την Ελληνική Μυθολογία , με τους Θεούς, τους Ημίθεους και τους Ήρωές της (στους οποίους οι ηγεμόνες της εποχής είδαν την ιδεώδη αντανάκλασή τους) μπορούσε να δημιουργηθεί αυτός ο τέλειος κόσμος, αυτή η ιδεώδης Αρκαδία , που ήταν ότι ωραιότερο και υψηλά αισθητικό μπορούσε να βιώσει κανείς.

foto STEFANOS Η αγάπη για κάθε τι Ελληνικό έφθασε στο απόγειο της με τους λιμπρετίστες Π.Μεταστάζιο , και Α. Ζένο τον 18ο αιώνα. Tα λιμπρέτα τους μεταφράσθηκαν σε περισσότερες από 15 γλώσσες ενώ χρησιμοποιήθηκαν από όλους σχεδόν τους συνθέτες της εποχής. Το ίδιο λιμπρέτο μελοποιούσαν πολλοί συνθέτες, κυρίως ώστε να είναι το κοινό οικείο με τα λόγια της opera seria για να μπορεί να παρακολουθεί απρόσκοπτο την μουσική.

Την εποχή πλέον που ο νεαρός Ροσσίνι γίνεται δεκτός στο περίφημο Μουσικό Λύκειο της Μπολόνια το 1806, η μελέτη των λιμπρέτων του Μεταστάσιου είναι σχεδόν υποχρεωτική στους μαθητές. Παράλληλα με τα μαθήματά του στη μουσική μελετάει και λογοτεχνία με τον δάσκαλό του Τζάκοπο Λαντόνι , έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, καθώς και τα απαραίτητα έργα του Δάντη και του Τάσσο.

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που `το πρώτο του έργο , μια καντάτα, έχει Ελληνικό θέμα : «Ο θρήνος της Αρμονίας για τον θάνατο του Ορφέα» σε κείμενο του Αββά Τζιρολάμο Ρούτζια, που δόθηκε στην Ακαδημία στις 11 Αυγούστου του 1808, στις εκδηλώσεις της σχολής για την απόδοση τιμητικών βραβείων στους μαθητές. Η καντάτα αυτή του απέφερε και ένα μετάλλιο για την επίδοσή του στη σύνθεση.

Η αυστηρή κριτική του δασκάλου του Ματτέι τον έκανε να «βελτιώσει» διάφορα σημεία, κάτι που εκνεύρισε τον Ροσσίνι . Πολλά από τα μέρη του έργου εμφανίζονται σε μετέπειτα συνθέσεις του, κυρίως στον «Μωϋσή στην Αίγυπτο».

Για τους εορτασμούς των γάμων του Καρόλου Φερδινάνδου Δούκα του Μπερρύ και της Καρολίνας Φερδινάνδας Λουιτζία, κόρης του Πρίγκιπα των Δύο Σικελιών στη Νάπολη το 1816, ο Ροσσίνι συνθέτη την Καντάτα «Οι Γάμοι της Θέτιδας και του Πηλέα».

Tο έργο αυτό που ήταν χαμένο από καιρό ανακάλυψε μουσικολόγος Φίλιπ Γκόσσετ το 1966 στη βιβλιοθήκη του Ωδείου της Νάπολης, και όπως αναφέρει και ο ίδιος:

« Δεν υπάρχουν γεγονότα ή χαρακτήρες, απλώς μια σειρά από ποιμενικές σκηνές για τις οποίες ο Ροσσίνι συνέθεσε την ανάλογη μουσική».

Η παράσταση του έργου, αν κρίνουμε από τις τυπωμένες οδηγίες που υπάρχουν στο λιμπρέτο, θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Οι ερμηνευτές ήταν όλοι τους τα μεγαλύτερα ονόματα της εποχής, όπως η Ιζαμπέλλα Κολμπράν, ο Αντρέα Νοτζάρρι, και ο Τζιοβάννι Νταβίντ. Όπως συνήθιζε ο Ροσσίνι αρκετά μέρη της Καντάτας περιέχουν «δανεισμούς» από τον «Κουρέα της Σεβίλλης» που είχε παρουσιασθεί μερικούς μήνες πριν στη Ρώμη, και από πολλές προηγούμενες όπερές του.

 

design by N.Petropoulos
Το 1819 παρουσιάζει στο Θέατρο Σάν Κάρλο της Νάπολης την «Ερμιόνη» σε λιμπρέτο του Λ.Τόττολα, βασισμένο στην Ιλλιάδα και στην «Ανδρομάχη» του Ρακίνα.

Αν και πολλοί κριτικοί έχουν καταδικάσει το έργο αυτό σαν μια επιστροφή στο κλασσικό ύφος του Γκλούκ, ο Ροσσίνι εισάγει πολλά νεωτεριστικά στοιχεία στην όπερά του, ενώ ήδη διαφαίνονται τα πρώτα στοιχεία του «ρομαντικού ύφους» που θα βρει το απόγειό του στον «Γουλιέλμο Τέλλο», όπως για παράδειγμα η Εισαγωγή της όπερας που διακόπτεται από την χορωδία.

Αξίζει στο σημείο αυτό να σταθούμε για λίγο στη σκηνική μουσική που έγραψε ο Ροσσίνι πιθανώς το 1813 για την Τραγωδία του Σοφοκλή «Οιδίπους επι Κολονώ», έργο που είχε μεταφράσει ο ποιητής Τζ. Τζιούστι για να το παρουσιάσει σε μια ιδιωτική παράσταση, και έτσι ζήτησε από τον συνθέτη να γράψει μουσική για τα Χορικά. Όταν έλαβε το χειρόγραφο ο Τζιούστι παραπονέθηκε ότι έλλειπαν σελίδες και έτσι επέστρεψε την παρτιτούρα στον Ροσσίνι ζητώντας του να την συμπληρώσει. Όλοι πίστευαν πως ο Ροσσίνι δεν τη συμπλήρωσε ποτέ.. Ο εκδότης Τρουπενάς επισκέφθηκε τον συνθέτη το 1844, και του ζήτησε να συμπληρώσει τα κομμάτια που έλλειπαν προσθέτοντας ένα νέο χορωδιακό, έτσι ώστε μεταφρασμένα στα Γαλλικά να τα εκδώσει σε νέα μορφή. Ο Ροσσίνι ήταν όμως επιφυλακτικός επειδή θεωρούσε τις νεανικές του συνθέσεις ανόητες και ανάξιες. Τελικά όμως πείσθηκε, και για να ξεφορτωθεί τον Τρουπενάς συνέθεσε ένα χορωδιακό πάνω σε έναν ύμνο για την Παναγία. Στις 22 Ιουνίου του 1844 ο Ροσσίνι του ταχυδρόμησε στο Παρίσι το τρίτο χορωδιακό που είχε τελειώσει κατά την διάρκεια της παραμονής του στην Βίλα Κορνέττι. Ο Τρουπενάς εξέδωσε τα τρία αυτά χορωδιακά με τους τίτλους: “La Foie”, “L’ Esperance”, “La Charitè”, και τα παρουσίασε στην Salle Troupenas στις 22 Νοεμβρίου του 1844.

foto STEFANOS Οι τελευταίες όμως μελέτες πάνω στην σκηνική μουσική του Ροσσίνι και κυρίως αυτή του Νατάλε Γκαλίνι αναφέρουν πως η αρχική μορφή της σκηνικής μουσικής περιείχε και μια Sinfonia, ένα πρελουντιέττο, ένα ρετσιτατίβο, το χορωδιακό “ O Giove Egioco”, ένα ρετσιτατίβο και άρια για μπάσσο “Meglio fora non mai”, μια άρια για μπάσσο “ Ecco il misero stato ”, ένα αριόζο για μπάσσο “ Se a me non è vietato ”, την άρια για μπάσσο “ A te innocente e misero ”, και τέλος το χορωδιακό “O tu del Orco custode indomabile ”.

H παρουσίαση των τριών αυτών χορωδιακών στην Salle Troupenas στο Παρίσι, κέντρισε το ενδιαφέρον του κοινού. Παρόντες ήταν και πολλοί συνθέτες, όπως ο Αντάμ, ο Ωμπέρ, και ο Αλεβύ. Ο Αντάμ μάλιστα έγραψε και μια κριτική στην La France Musicale, λέγοντας πως το «Η Πίστη» είναι αρκετό για να καθιερώσει έναν μεγάλο συνθέτη δοξάζοντάς τον, το «Η Ελπίδα» κέρδισε το κοινό με την εντυπωσιακή του εισαγωγή την ευχάριστη εξέλιξή του και την υπέροχη απλότητα του φινάλε, ενώ το «Η Φιλευσπλαχνία»είναι απόδειξη της συνθετικής του ιδιοφυίας.

Ο Μπερλιόζ όμως γράφοντας στο Journal des Dèbats έλεγε πως τα έργα αυτά τον κοίμισαν και του προξένησαν πλήξη, και πως μάλλον δεν προσφέρουν και πολλά πράγματα στην υστεροφημία του συνθέτη.

Το ενδιαφέρον όμως για εμάς , όσον αφορά το έργο αυτό, είναι στο ότι ο Ροσσίνι για πρώτη φορά ένοιωσε την μαγεία και την δύναμη του αρχαίου λόγου του Σοφοκλή, και αυτός είναι ο λόγος που έδωσε τόση σημασία στην σύνθεση του έργου αυτού. Ο δάσκαλός του Τ.Τζιούστι που έκανε και την Ιταλική μετάφραση του είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον για την λογοτεχνία, ο ίδιος μάλιστα είχε γράψει ένα κείμενο με τίτλο

« Μελέτες στο ύφος της Ιταλικής Τραγωδίας», εξηγώντας γιατί μελοποιούνται μόνο τα χορικά του έργου. Έτσι ώθησε τον Ροσσίνι να δοκιμάσει για πρώτη φορά να γράψει μουσική που θα έδενε απόλυτα με τον αρχαίο λόγο κάτι που πέτυχε απόλυτα. Αυτή η προσπάθεια είναι εμφανέστατη στη μουσική ειδικά όταν για παράδειγμα χρησιμοποιούνται οι λέξεις «θάνατος» η «γηρατειά» στα δραματικά ρετσιτατίβι του μπάσου όπου η μουσική δίνει ιδιαίτερη έμφαση. Όχι μόνο μελοποίησε τα λόγια, αλλά άλλαξε και σε πολλά σημεία τα κείμενα και την ρυθμική δομή τους, ώστε να πετύχει καλύτερα την τέλεια ένωση μουσικής και λόγου, και έτσι αποτελεί ένα μοναδικό δείγμα της μουσικής του ιδιοφυίας.

Ποια ήταν όμως η σχέση του Ροσσίνι με την πολιτική, και το πολιτικό κλίμα της εποχής του; Ο Φ. Χίλλερ στο βιβλίο του για τον συνθέτη αναφέρεται σε μια συζήτηση που είχε μαζί του σχετικά με την ανεπιτυχή προσπάθεια του Μυρά να απαλλάξει την Ιταλία από τον Αυστριακό ζυγό το 1815: Ο Μυρά διακήρυξε την ανεξαρτησία της Ιταλίας από το Ρίμινι στις 5 Απριλίου και αμέσως εξεγέρθηκε η Μπολόνια. Για να εορτασθεί το γεγονός αυτό έγραψε μια καντάτα με τίτλο «Ύμνος της Ανεξαρτησίας»που παρουσιάσθηκε στις 15 Απριλίου του 1815 στο Teatro Cantovalli. Το έργο διηύθυνε ο ίδιος ο συνθέτης , παρόντος του ίδιου του Μυρά, και είχε μάλιστα τέτοια επιτυχία που ονομάσθηκε η Ιταλική Μασσαλιώτιδα.

Την επόμενη όμως μέρα οι Αυστριακοί ανακατέλαβαν την Μπολόνια και όπως ήταν φυσικό ο Ροσσίνι μπήκε στη μαύρη λίστα των Αυστριακών. Μάλιστα ο Πάντρε Ματτέι ο δάσκαλός του έδωσε χρήματα για να φύγει από την πόλη και να σωθεί. Για πολλά χρόνια, όπως ο ίδιος αναφέρει, τον παρακολουθούσαν στενά. Υπάρχει και η ιστορία, μια από τις πολλές που ακολουθούσε την φήμη του, πως ο Ροσσίνι άλλαξε τα λόγια του Ύμνου υπέρ της Αυστρίας και τον προσέφερε στον Αυστριακό διοικητή.

Έτσι απέκτησε και τον τίτλο του Επαναστάτη και αντιδραστικού, κάτι που μάλλον τον ενοχλούσε όπως φαίνεται από το γράμμα του στον φίλο του Φ.Σαντοκανάλλε (12 Ιουνίου 1864), « μερικοί ανόητοι συμπολίτες μου, μου προσέδωσαν τον τίτλο του αντιδραστικού χωρίς οι δύστυχοι να γνωρίζουν ότι στην καλλιτεχνική μου νεότητα είχα γράψει μουσική με έμφαση και μεγάλη επιτυχία πάνω στους στίχους :

Κοιτάξτε πως σε ολόκληρη την Ιταλία

γεννιούνται παραδείγματα

αντρείας και τόλμης.

Στη μάχη θα καταλάβουν

τι αξίζουμε

εμείς οι Ιταλοί.

Και αργότερα όταν έφθασε το 1815 ο βασιλεύς Μυρά στη Μπολόνια, έγραψα τον «Ύμνο στην Ανεξαρτησία» …. Εκεί θα βρεις τη λέξη ανεξαρτησία που αν και δεν είναι ιδιαίτερα ποιητική, ξεσήκωσε κύμα ενθουσιασμού στο κοινό όταν την τραγούδησα με την δυνατή τότε, φωνή μου.. Eίμαι γλυκός χαρακτήρας αλλά με γενναία ψυχή. Όταν οι Αυστριακοί μπήκαν στην Μπολόνια, εγώ ήδη βρισκόμουν στην Νάπολη όπου έγραφα μια όπερα για το Teatro San Carlo. Είδες πως γράφεται η ιστορία;..»

Το καλοκαίρι του 1824 βρίσκει τον Ροσσίνι στο Λονδίνο. Ήδη η Ελληνική Επανάσταση έχει ξεκινήσει και ο Λόρδος Βύρων τον Απρίλιο πεθαίνει στο Μεσολόγγι. Ο Ροσσίνι συνθέτει τον «Θρήνο των Μουσών για τον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα» που παρουσιάζεται στις 9 Ιουλίου1824 . Το έργο είναι γραμμένο για έναν τενόρο, χορωδία, και ορχήστρα, και μάλιστα στην πρεμιέρα του έργου ο ίδιος ο Ροσσίνι τραγούδησε το μέρος του τενόρου, υποχρεώθηκε μάλιστα από το κοινό να ξανατραγουδήσει την άριά του. Όμως ο κριτικός της Morning Post έγραψε:

« Γαλλικό ύφος…υπερβολικό έργο..εντελώς γελοία σύνθεση ..αν δεν σεβόμασταν τον νεκρό θα ξεσπούσαμε σε ακράτητα γέλια..», αλλά μάλλον η κριτική αυτή απηχεί το αντι- Ροσσινιακό λόμπι της εποχής εκείνης στο Λονδίνο που ήταν αρκετά ισχυρό. Το μικρό αυτό έργο, δείχνει την ευαισθησία του συνθέτη για τη ζωή και το έργο ενός μεγάλου ποιητή που αν και είχε γνωρίσει για λίγο στη Βενετία, τον θαύμαζε πολύ. Η μουσική είναι δανεισμένη από το χορωδιακό «Nume cui il sol e trono» από την όπερα «Maometto Secondo», ένα από τα σημαντικότερα έργα του.

Αν και δεν ήταν ιδιαίτερα πολιτικοποιημένος ο Ροσσίνι, είχε εντούτοις συγκινηθεί από το Επαναστατικό πνεύμα που κυριαρχούσε την εποχή του, τόσο στην Ιταλία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη (κυρίως λόγω του Ναπολέοντα) και συμμεριζόταν την συμπάθεια που είχαν προκαλέσει οι Έλληνες με τον απελευθερωτικό τους αγώνα εναντίων των Τούρκων. Το ελληνικό στοιχείο στην Ευρώπη ήταν ιδιαίτερα ισχυρό, κυρίως χάρη στις προσπάθειες της Φιλικής Εταιρείας, και είχε κατορθώσει να κερδίσει την υποστήριξη πολλών σημαντικών προσωπικοτήτων.

Lucianna Serra Foto by STEFANOS Το 1820 , ένα χρόνο πριν την Ελληνική Επανάσταση, ο Ροσσίνι συνθέτει ένα σημαδιακό έργο , τον «Μωάμεθ τον Β!», πάνω στο ομώνυμο έργο του Βολταίρου «Μωάμεθ, ή ο Φανατισμός». Βέβαια το έργο του Βολταίρου έχει σαν θέμα του τον Προφήτη Μωάμεθ και όχι τον κατακτητή του Βυζαντίου. Ήδη πάνω στο θέμα αυτό είχαν συνθέσει όπερες ο Μπαγύ (1798), ο Ζαντέν (1803), και ο Βίντερ (1817). Η επιτυχία μάλιστα της όπερας του Βίντερ ήταν τόσο μεγάλη που σκίασε την πρεμιέρα της όπερας του Ροσσίνι στην Νάπολη στις 3 Δεκεμβρίου του 1820. Η πόλη βρισκόταν σε αναβρασμό, σε επαναστατικό πυρετό εναντίον του Φερδινάνδου του Α! Και των Βουρβόνων, μάλιστα ο Ροσσίνι υπηρέτησε για λίγο καιρό στην Εθνοφρουρά της Νάπολης συνθέτοντας μάλιστα και έναν «Ύμνο υπέρ των αγωνιστών του Συντάγματος», κάτι που για μια φορά ακόμα μας δείχνει πως μπορεί να μην ήταν πολιτικοποιημένος, αλλά σίγουρα ιδιαίτερα ευαίσθητος στα πατριωτικά και δημοκρατικά ιδεώδη. Αν και δεν γνώρισε μεγάλη επιτυχία, το έργο θεωρείται ως ένα από τα αριστουργήματά του. Η επιλογή του λιμπρέτου που επικεντρώνεται στην πολιορκία του Negroponte (Χαλκίδα), από τους Τούρκους και το τραγικό τέλος της ηρωίδας η οποία αυτοκτονεί προκειμένου να μην σκλαβωθεί, σίγουρα δεν είναι τυχαία, και έχει άμεση σχέση με τον Ελληνικό Αγώνα. Αν όμως όπως είδαμε, δεν είχε επιτυχία τόσο σαν θέμα όσο και σαν όπερα στην Ιταλία, έξι χρόνια αργότερα το ίδιο έργο μεταφρασμένο στα Γαλλικά θα παρουσιασθεί στο Παρίσι ως «Le Siège de Corinthe», με θριαμβευτική επιτυχία.

Δεν είναι τυχαίο που η δεύτερή του όπερα μετά τον «Μωάμεθ Β!» έχει πάλι θέμα την Ελλάδα, αυτή τη φορά την Αρχαία Λέσβο. Πρόκειται για την «Ζελμίρα» που ανέβηκε στη Νάπολη το 1822. Ο ήρωας της όπερας, ο Αντήνωρ που είναι τύραννος της Λέσβου έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον Μωάμεθ. Είναι σκληρός και αδίστακτος, και τολμά να φθάσει μέχρι και τον φόνο για να πετύχει τον σκοπό του. Η Ζελμίρα, όπως και η Άννα στον «Μωάμεθ Β!» δεν δέχεται να υποταχτεί στη θέλησή του, ενώ ο Αντήνορας δεν διστάζει να διατάξει την εκτέλεσή της.

Μουσικά, αν και είναι χαρακτηριστική της Ναπολιτάνικης περιόδου του συνθέτη, εντούτοις περιέχει πολλά στοιχεία που την κατατάσσουν σε μια ιδιαίτερη θέση. Οι μεγάλες άριες, τα ντουέττι και τα φωνητικά σύνολα είναι γραμμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να αποτελούν αυτόνομες μουσικές ενότητες μέσα στο ίδιο το έργο, ακόμα και οι σπόροι του «ρομαντισμού» είναι ιδιαίτερα έντονοι, όπως για παράδειγμα στην Εισαγωγή της όπερας, ή στην ορχηστρική γραφή της μεγάλης άριας του Αντήνορα στην Πρώτη Πράξη.

Το 1826 βρίσκουμε τον Ροσσίνι στο Παρίσι, κέντρο του Φιλελληνικού κινήματος να διασκευάζει τον «Μωάμεθ Β!» και να τον παρουσιάζει στη σκηνή της Salle Le Peletier στις 9 Οκτωβρίου του 1826 με τον τίτλο «Le Siege de Corinthe», «Η Πολιορκία της Κορίνθου». Ήταν όμως κάτι περισσότερο από μια απλή μετατροπή, όπως αυτές που συνήθιζε να κάνει, επρόκειτο ουσιαστικά για ένα νέο έργο, ένα επαναστατικό έργο από όλες τις απόψεις. Η δράση μεταφέρεται από την Χαλκίδα στην Κόρινθο το έτος 1458. Τα ονόματα εκτός από αυτό του Μωάμεθ, αλλάζουν , η Αννα Ερίζο γίνεται Παμίρα, ο Κάλμπο ονομάζεται Νεοκλής, και ο Πάολο Ερίζο γίνεται εδώ Κλεομένης. Tο σημαντικότερο στοιχείο, το οποίο συγκλόνισε το κοινό της εποχής ήταν το φινάλε, όπου δεν πεθαίνει μόνο η Παμίρα αλλά ένας ολόκληρος λαός, ο λαός της Κορίνθου και συμβολικά, οι Έλληνες.

«Όλοι πέθαναν για να μας προστατεύσουν..» τραγουδά η χορωδία των γυναικών, «Ένας Θεός μας βλέπει από ψηλά. Για να γλιτώσουμε από τα δεσμά της σκλαβιάς, η Κόρινθος πεθαίνει στις φλόγες» λεει η Ισμήνη, ενώ ο Μωάμεθ ως νέος Νέρων τραγουδά: « Σκληρή τρέλα, τυφλό μίσος, νύχτα γεμάτη καταστροφή…»

Ενώ στον «Μωάμεθ Β!» η αυτοκτονία της Αννα και ένα σύντομο χορωδιακό κλείνει την αυλαία, στην «Πολιορκία της Κορίνθου» ο Ροσσίνι κλιμακώνει την αγωνία του θεατή βάζοντας έναν ολόκληρο λαό να πεθαίνει ενώ οι Τούρκοι επιχαίρουν: «Υπέροχη τρέλα, γλυκιά εικόνα, η Κόρινθος πεθαίνει μέσα στις φλόγες της, όλη αυτή η δυστυχία είναι δικό μας έργο», ενώ οι Έλληνες θρηνούν καθώς πεθαίνουν από το βάθος της σκηνής ενώ καταρρέει η Κόρινθος στις φλόγες: «Ω Πατρίδα».

Οι σκηνές αυτοκτονίας δεν ήταν κάτι το καινούργιο στις όπερες της εποχής , το να πεθαίνει όμως ένας ολόκληρος λαός επι σκηνής και μάλιστα με τέτοιο ρεαλισμό, ήταν κάτι το πρωτοφανές. Ο συνδυασμός της μουσικής με την δραματική σκηνική δράση δημιούργησε στην «Πολιορκία» μια νέα αισθητική «φρίκης» στην όπερα και αποτελεί σαφώς τον πρόδρομο των μεγάλων ρομαντικών λυρικών έργων.. Η εντύπωση που έκανε στο κοινό η «Πολιορκία» ήταν απόλυτα καθηλωτική. Για το φινάλε της Γ! Πράξης ο Λεόν Εσκουντιέ έγραψε:
«Όλη η αίθουσα που ήταν σαν απολιθωμένη κατά τη διάρκεια της τελικής σκηνής σηκώθηκε ξαφνικά σαν ένας άνθρωπος, και στις τελευταίες νότες, φώναζε από ενθουσιασμό με μια φωνή απέραντου θαυμασμού..»

Ο κριτικός της εφημερίδας La Quotidienne έγραψε:

« Τίποτα δεν έλλειπε από τον θρίαμβο του Ροσσίνι, όχι μόνο το κάθε κομμάτι χειροκροτήθηκε επανειλημμένα, αλλά και μετά την παράσταση όλοι ήθελαν και ζητούσαν τον συνθέτη. Για περισσότερο από μισή ώρα τον φώναζαν στην σκηνή, μέχρι που ανακοινώθηκε πως έφυγε από το Θέατρο. Ακολουθώντας το παράδειγμά του, ο κόσμος τον ακολούθησε στο σπίτι του όπου μαζεύτηκε κάτω από τα παράθυρά του στον δρόμο, ενώ μια μπάντα έπαιζε το φινάλε της Β! Πράξης της όπερας..»

To ότι Έλληνες ήταν παρόντες στις παραστάσεις, αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Έχουμε γι αυτό, την μαρτυρία του Αντόλφ Νουρί (που τραγουδούσε τον ρόλο του Νεοκλή), ο οποίος σε ένα γράμμα του με ημερομηνία 12 Οκτωβρίου 1826 γράφει:

« Οι Τούρκοι δημοσιογράφοι μας δημιούργησαν πολλά προβλήματα. Στο κοινό ήταν παρόντες πολλοί Έλληνες που ευτυχώς τα κτυπήματα των τυμπάνων, οι σκληροί ήχοι των πνευστών ακόμα και οι κανονιές, δεν τους εμπόδισαν να έρχονται στο Θέατρο τρεις φορές την εβδομάδα για να παρακολουθήσουν με θαυμασμό την μοίρα των δύστυχων Ελλήνων που σκοτώνονται από τις χρωματικές μου κλίμακες και από τις roulades μου..»

Η όπερα αυτή είχε απήχηση στους Γάλλους όχι μόνο γιατί διήγειρε τα Φιλελληνικά τους αισθήματα, αλλά γιατί ξυπνούσε και τις δικές τους επαναστατικές διαθέσεις ενάντια στην εξουσία των Βουρβόνων οι οποίοι στα μάτια τους δεν διέφεραν σε τίποτα από τους Τούρκους. Έτσι όταν στις 28 Απριλίου 1826 στο Vauxhall του Παρισιού δόθηκε μια συναυλία για να συγκεντρωθούν χρήματα για τον Αγώνα στην Ελλάδα με προτροπή του Ροσσίνι, ο οποίος μάλιστα και διηύθυνε και τις πρόβες, ήταν τέτοια η ανταπόκριση του κοινού , ώστε επαναλήφθηκε και στις 9 Μαίου. Το κοινό, όπως έγραψε ο Σταντάλ, έδειξε σαφώς με την παρουσία του τις επαναστατικές του διαθέσεις. Μάλιστα στις τελευταίες σελίδες του προγράμματος υπήρχε τυπωμένη μια «Ελληνική Ωδή» με τους ακόλουθους προτρεπτικούς στίχους: «Σηκωθείτε , οπλιστείτε, εκδικηθείτε περήφανοι Έλληνες..». Τέτοια ήταν η επιτυχία της «Πολιορκίας» ώστε ο Βασιλιάς Κάρολος ο 10ος τίμησε τον Ροσσίνι με την Λεγεώνα της Τιμής. Ο Ροσσίνι όμως αρνήθηκε το παράσημο γιατί όπως είπε στον Λαροσφουκώ δεν είναι πρέπον να δεχθεί τέτοια τιμή για ένα ξαναγραμμένο έργο, όταν μάλιστα άλλοι μεγάλοι Γάλοι συνθέτες όπως ο Ερόλντ δεν έχει τιμηθεί ακόμα..

Η «Πολιορκία της Κορίνθου» εξ΄άλλου, έφερε πολλές αλλαγές στο είδος της grand opera, όπως έγραψε και ο ίδιος ο Μπερλιόζ:

«Όπως και να έχει το πράγμα, με την άφιξη του Ροσσίνι στην Οπερά, η επανάσταση στις Γαλλικές Ορχήστρες των Θεάτρων, ολοκληρώθηκε. Ο μουσικός θόρυβος χρησιμοποιήθηκε για κάθε περίπτωση άσχετα με το θέμα της κάθε όπερας. Τα μεγάλα τύμπανα, τα κρουστά και τα τρίγωνα δεν ήταν πλέον αρκετά. Σε αυτά προστέθηκε το ταμπούρλο, δύο κορνέτες ήρθαν να βοηθήσουν τις τρομπέτες, τα τρομπόνια και το ophicleide, το όργανο εγκαταστάθηκε στο βάθος της σκηνής, μαζί με τις καμπάνες, και πολλές φορές στρατιωτικές μπάντες εμφανίζονται επι σκηνής, και τέλος τα όργανα του κυρίου Σάξ που είναι για τα άλλα όργανα της ορχήστρας ότι το κανόνι για το ντουφέκι.»

Οι σαφέστατες αναφορές της «Πολιορκίας της Κορίνθου», πέρασαν ηθελημένα απαρατήρητες από τους λογοκριτές της εποχής. Ένας από αυτούς ο Ζ.Λ.Λαγιά έγραψε μια εκτενέστατη αναφορά-κριτική, θεωρώντας ότι η όπερα αυτή καταστρέφει κάθε ίχνος παραδοσιακής αισθητικής της Γαλλικής όπερας. Ο Λαγιά αφού χάνεται επι μακρόν στις διάφορες λεπτομέρειες του λιμπρέτου καταλήγει αόριστα πως υπάρχει μια κάποια αναφορά στον πόλεμο στην Ελλάδα αλλά τίποτα σπουδαίο που να χρειάζεται διόρθωση. Ο συνάδελφός του Σ.Λακρετέιγ ήταν περισσότερο σαφής ως προς το πραγματικό νόημα του λιμπρέτου:

«Αυτή η όπερα περιέχει αναφορές στον πόλεμο των Ελλήνων και κυρίως στους Έλληνες του Μεσολογγίου, στοιχεία που της επιφυλάσσουν μια σίγουρη ενθουσιώδη επιτυχία..» Βλέπουμε λοιπόν πως ο παραλληλισμός Κορίνθου και Μεσολογγίου στην όπερα του Ροσσίνι, θεωρείται σαφής και δεδομένη από το κοινό και τους κριτικούς που παρακολούθησαν την παράσταση. Ο Υπουργός των Εσωτερικών μάλιστα, πρότεινε μερικές αλλαγές, σημειώνοντας πως η όπερα αυτή όντως περιέχει αναφορές στον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, όχι όμως όσες ο «Λεωνίδας» του Πισά, (θεατρικό έργο που είχε μεγάλη επιτυχία) και έτσι η λέξη «ελευθερία» σβήστηκε από το λιμπρέτο. Η εφημερίδα Moniteur Universel έγραψε ότι «στην Κόρινθο είδαμε το Μεσολόγγι. Με την Πολιορκία της Κορίνθου, ο Ροσσίνι και οι Έλληνες πολιόρκησαν και κατέλαβαν το Παρίσι».

Η ιστορία όμως της «Πολιορκίας της Κορίνθου» δεν τελειώνει εδώ. Η όπερα μεταφράσθηκε στα Ιταλικά από τον Καλίστο Μπάσσι και παρουσιάστηκε το 1827 στη Βαρκελώνη σε συναυλιακή μορφή, ενώ η πρώτη σκηνική της παρουσίαση έγινε στην Πάρμα στις 26 Ιανουαρίου 1828, και στην Γένοβα στις 7 Ιουνίου του ίδιου έτους. Τις πρόβες μάλιστα επιμελήθηκε ο ίδιος ο Ντονιτσέττι, o οποίος μάλιστα έγραψε και μια άρια για την παράσταση στη Γένοβα η οποία έγινε ιδιαίτερα αγαπητή στο κοινό της εποχής και έκανε ακόμα πιο διάσημη την όπερα του Ροσσίνι. Όταν μάλιστα η όπερα παρουσιάστηκε στο Teatro Apollo στη Ρώμη το 1830, η καμπαλέττα καταχειροκροτήθηκε από το κοινό. Μάλιστα ένας κριτικός έγραψε:

« Αυτή η τολμηρή εμβόλιμη μουσική του Ντονιτσέττι είναι τέτοια που δεν θα περίμενε κανείς τίποτα περισσότερο από την τεράστια ιδιοφυία του Ροσσίνι, και αν ακόμα θεωρηθεί αυθάδεια από μέρους του το ότι τοποθέτησε την μουσική του δίπλα στις θεϊκές αρμονίες του Ροσσίνι, εντούτοις ποτέ αυθάδεια δεν επιβραβεύτηκε με τέτοια επιτυχία. Κατά την διάρκεια της δεύτερης παράστασης, η άρια αυτή ξεσήκωσε τέτοιον ενθουσιασμό που το κοινό χειροκροτούσε για μισή ώρα φωνάζοντας να επαναληφθεί, κάτι που δεν επετράπη λόγω των κανονισμών που επικρατούσαν στο Θέατρο.»

DESIGN BY N.PETROOPOULOSΣτις 5 Ιουνίου του 1834 η «Πολιορκία» ανέβηκε στο Λονδίνο με πρωταγωνίστρια την περίφημη Τζούλια Γκρίζι . Για την παράσταση αυτή στην οποία πήραν μέρος οι μεγαλύτεροι τραγουδιστές της εποχής μεταξύ άλλων ο Λαμπλάς, ο Ταμπουρίνι, η Γκρίζι, και ο Μάριο, ο συνθέτης Μ.Κόστα έγραψε μια εμβόλιμη σκηνή και άρια με τίτλο «Dall asilo della pace», η οποία έγινε πολύ αγαπητή στο κοινό της εποχής..

Η μεγάλη αυτή επιτυχία της «φιλελληνικής» όπεράς του, δεν εμπόδισε βέβαια τον Ροσσίνι να συνθέσει το 1853 ένα στρατιωτικό εμβατήριο για τον Σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ, ούτε τον Σουλτάνο να τον τιμήσει με το Παράσημο του Νιχάμ Ιφτιχάρ, ίσως με την προτροπή του αδελφού του Ντονιτσέττι, ο οποίος ήταν Αρχιμουσικός της Αυλής του Σουλτάνου.

Aπόηχους της επαναστατικής «Πολιορκίας της Κορίνθου» μπορεί να συναντήσει σε μια άλλη σύνθεση του Ροσσίνι που παρουσιάσθηκε στην Operà στο Παρίσι με τίτλο «Το Τραγούδι των Τιτάνων» στις 22 Δεκεμβρίου του 1861. Γραμμένο για Ορχήστρα (84 μουσικούς) και τέσσερις μπάσους, σε κείμενο του Μεταστάζιο και του Ε.Πατσίνι, με θέμα την επίθεση των Τιτάνων εναντίον του Δία για μία συναυλία που είχε σκοπό την συγκέντρωση χρημάτων για την ανέγερση ενός μνημείου για τον Κερουμπίνι.

Το κείμενο αρχίζει με τα λόγια « Πόλεμος, θάνατος, σφαγή..» Η σύνθεση αυτή είναι πολύ τολμηρή στο ύφος της και εντελώς εκτός του κλασσικού ύφους του Ροσσίνι, και όπως ο ίδιος έγραφε σε ένα γράμμα του στον Αλφόνς Ρουαγιέ, Διευθυντή της Γαλλικής Όπερας:

« …στο Τραγούδι των Τιτάνων δεν θα βρεις την παραμικρή roulade, χρωματική κλίμακα, τρίλια ή αρπέτζιο, είναι μια απλή μελωδία με κάποιον τιτανικό και λίγο βίαιο ρυθμό..»

Όμως οι επαναστατικοί και βίαιοι ρυθμοί της «Πολιορκίας της Κορίνθου» και του «Τραγουδιού των Τιτάνων» με τα χρόνια καταλάγιασαν και μετατράπηκαν σε μια ευτυχισμένη και ήσυχη ζωή στο Πασσύ. Αν το όμορφο και επαναστατικό πνεύμα του Ροσσίνι έσβησε, ο επαναστατικός χαρακτήρας των έργων του είναι ακόμα και σήμερα ζωντανός, γιατί ο Ροσσίνι υπήρξε κυρίως ένας επαναστάτης μέσα στα πλαίσια της παράδοσης.

ΟΛΕΣ ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ STEFANOS.