Ο Χάρης Βρόντος εκτός από την επίσημη ιδιότητά του ως συνθέτης έχει και μια άλλη «ανεπίσημη» ως συγγραφέας. Από το 1980 μέχρι σήμερα έχει εκδώσει τρία βιβλία και έχει αρθρογραφήσει σε πολλά περιοδικά . Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Μετρονόμος για μικρές και μεγάλες αρρυθμίες» (σε πολυτονικό μάλιστα τύπωμα), περιλαμβάνει μια σειρά από αυτά τα άρθρα που εκδόθηκαν σε μια χρονική περίοδο που καλύπτει περίπου τριανταπέντε χρόνια. Στο βιβλίο αυτό που όπως αναφέρει και ο ίδιος ο συγγραφέας χωρίζεται σε πέντε βασικές ενότητες, παρουσιάζεται το μωσαϊκό της μουσικής και όχι μόνο, ζωής του τόπου μας από το 1980 μέχρι σήμερα… «Τα γεγονότα όμως υπήρξαν. Μετρονόμος είναι λοιπόν η ερμηνεία που τους δίνουμε…».
Η Ποίηση αποτελεί αναμφισβήτητα την μεγάλη αγάπη του Χάρη Βρόντου και η ενασχόλησή του με αυτήν είναι κάτι περισσότερο από ερασιτεχνική. Η γνωριμία του και η καταγραφή της σχέσης του με τους ποιητές της δεκαετίας 70-80 όπως ο Γιάννης Πατίλης , ο Κώστας Σοφιανός και ο Τάκης Παυλοστάθης είναι μια πολύτιμη μαρτυρία για μια εποχή για την οποία δεν έχει γραφεί σχεδόν τίποτα ούτε κάν από τούς ίδιους. Μέσα από την επίδραση αυτών των ποιητών ο Χάρης Βρόντος μαθήτεψε στα ενδότερα της ποιητικής τέχνης αποκτώντας με τον τρόπο αυτό τα απαραίτητα αισθητικά και πνευματικά κριτήρια που θα του ήταν τόσο απαραίτητα για την μετέπειτα εξέλιξή του . Όπως λεει και ο ίδιος : « Πήρα όμως εφόδια και βάσεις για να οξυνθεί και να διευρυνθεί το κριτήριό μου στα χρόνια που θα ακολουθούσαν.» Η διαδικασία αυτή δεν ήταν όμως ούτε εύκολη ούτε «αναίμακτη» εάν ήθελε κανείς να ξεχωρίσει την ήρα από το σιτάρι, ο μετρονόμος του όμως ρυθμίστηκε με απόλυτη αυστηρότητα αλλά και με κατανόηση τόσο για την Τέχνη όσο και για τον άνθρωπο. Καταγράφεται όμως και μια δύσκολη εποχή για τους πνευματικούς δημιουργούς , μια μεταδικτατορική περίοδος η οποία ευνόησε περισσότερο τον άκρατο λαϊκισμό και την πνευματική οκνηρία, παρά ένα υγιές πνευματικό περιβάλλον. Μέσα σε αυτό το άγονο τοπίο που καταγράφει ο Χάρης Βρόντος, οι άνθρωποι αυτοί βρέθηκαν έξω από τα τείχη της πόλης. Αποτέλεσμα η απομόνωση και ο μαρασμός..
Τα τρία αυτά πρώτα κεφάλαια , το πρώτο μέρος του βιβλίου, είναι πολύτιμα ακριβώς για την καταγραφή της πνευματικής ζωής της περιόδου αυτής, αλλά και για την κριτική ματιά του συγγραφέα και την αντίδρασή του σε μια κατάσταση που αδυνατούσε να αποδεχθεί ως ένα δεδομένο status quo.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου με τον γενικό τίτλο «Κριτική των Θεσμών» είναι και το πιο μαχητικό και επικριτικό. Οι Θεσμοί για τον συγγραφέα αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του οικοδομήματος της Τέχνης. Πολύ απλά, χωρίς θεσμούς η Τέχνη δεν μπορεί να αναπτυχθεί. Όσο καλά και αν πληρώνονται οι μουσικοί, χωρίς την απαραίτητη μουσική Παιδεία δεν μπορούν να παίξουν καλά στις Ορχήστρες. Τα Ωδεία, η Λυρική Σκηνή, το Φεστιβάλ Αθηνών , το Ραδιόφωνο το Μέγαρο Μουσικής, το Υπουργείο
Πολιτισμού ,όλα αυτά αποτελούν θεσμούς που πρέπει να δουλεύουν σωστά και να υπηρετούνται από ανθρώπους που γνωρίζουν, και κυρίως αγαπούν χωρίς προσωπικό όφελος την Τέχνη και τους ανθρώπους που την υπηρετούν, τους «εργάτες της Τέχνης» που αποτελούν την ψυχή της. Άνθρωποι που θα είναι καθαροί στις απόψεις τους και θα υπηρετούν τους θεσμούς αντί να συμβαίνει το αντίθετο. Είναι επικριτικός απέναντι σε δήθεν προοδευτικές ιδέες οι οποίες δεν είναι τίποτε άλλο από μεταμφιεσμένος συντηρητισμός .
Η «οργή» που χαρακτηρίζει τα άρθρα του για τον Μάνο Χατζιδάκη δεν είναι ούτε τυφλή ούτε προσωπική, είναι πάντα σε σχέση με τους θεσμούς και με το πως αυτοί υπηρετώνται, και στρέφεται κυρίως εναντίων των αυλοκολάκων που περιστοιχίζουν τους κρατούντες , γιατί όπως γράφει ο Χάρης Βρόντος «..τι θα κατάφερνε όμως η Δεξιά αν οι σημερινοί συνεργάτες του κ. Χατζιδάκη όχι μόνο δεν μετείχαν στην …’αναμόρφωσή’ μας αλλά αντίθετα δούλευαν και πάλευαν στους χώρους εκείνους που πράγματι έχουν την ανάγκη τους ;» Εύλογο ερώτημα που ακόμα και σήμερα τόσα χρόνια μετά παραμένει αναπάντητο.
Η κριτική ματιά του Βρόντου στα κείμενα αυτά δεν περιορίζεται μόνο στους κρατούντες αλλά και στο κοινό που τους υποστηρίζει και το οποίο με την αδιαφορία του στηρίζει αυτή την κατάσταση. Όπως λεει και ο ίδιος « Φαίνεται όμως πως το κοινό της μουσικής ή των μεγάλων θεαμάτων το κοινό των γηπέδων εντέλει, δεν άλλαξε και πολύ (ως σύσταση ως ποιότητα) απ’ εκείνο των Ρωμαϊκών Αμφιθεάτρων…». Κατά πόσο το κοινό είναι υπεύθυνο για τα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου του ; Ποιο είναι το κόστος της σιωπής ; και τι νόημα έχουν οι εκ των υστέρων διαμαρτυρίες περί ποιότητας ; Μήπως αυτά τα ερωτήματα που θέτει ο συγγραφέας εν έτη 1980 δεν είναι περισσότερο από ποτέ επίκαιρα στην εποχή μας;
Στο κεφάλαιο «Άλλη Οδός» ο Xάρης Βρόντος στέκει κριτικά και επικριτικά απέναντι στους σημερινούς συνθέτες αναρωτώμενος για πιο λόγο η σημερινή μουσική έχει αποστασιοποιηθεί από το κοινό της. Σε αυτό το ερώτημα απαντά με αφοπλιστική ειλικρίνεια: Εκτός από τον κατακερματισμό της γλώσσας που οδηγεί αναπόφευκτα και στον κατακερματισμό αντίστοιχα της μουσικής γλώσσας, η αιτία είναι οι ίδιοι οι συνθέτες που συχνά δεν έχουν απλά τίποτα να πουν. Η μουσική όπως και η γλώσσα είναι ουσιαστικά επικοινωνία, χωρίς αυτό το στοιχείο δεν υπάρχει η Τέχνη, και αν και δεν το αναφέρει ο συγγραφέας στο συγκεκριμένο άρθρο, θα προσέθετα πως και το ίδιο ισχύει γι’ αυτούς που ερμηνεύουν την μουσική.
Η κριτική ματιά του συγγραφέα είναι ίσως για όσους προτιμούν τα πράγματα να μένουν ως έχουν, υπερβολική, όμως είναι μια βαθύτατα δημιουργική κριτική η οποία όχι μόνο κρίνει αλλά προτείνει και λύσεις για τα προβλήματα στα οποία αναφέρεται. Από την εμπειρία του ανεβάσματος της όπερας του «Οι Δαιμονισμένοι» στην Λυρική Σκηνή , έζησε τα προβλήματά του θεάτρου αυτού από πρώτο χέρι, και διερωτάται μήπως ο λαϊκισμός που επικράτησε τα τελευταία χρόνια και που θεωρεί όσους αγαπούν την όπερα ως «ψώνια» δεν είναι άμεσα υπεύθυνος για την αδιαφορία της Πολιτείας στο θέμα μιας νέας Εθνικής Λυρικής Σκηνής και ενός οικοδομήματος αντάξιου μιας όπερας Ευρωπαϊκού κράτους. Προφανώς ο τίτλος «Εθνική» τους διαφεύγει ολότελα.
Την ίδια κριτική ματιά ρίχνει και στο πρόβλημα της μουσικής παιδείας στον τόπο μας , στις χαμένες ευκαιρίες της δήθεν Πολιτιστικής Ολυμπιάδας και στο πολύπαθο Φεστιβάλ Αθηνών έναν από τους σημαντικότερους μουσικούς μας θεσμούς που τα τελευταία κυρίως χρόνια έχει σχεδόν ολοκληρωτικά καταστραφεί. Τα προβλήματα της γραφειοκρατίας, η καθυστερημένη χρηματοδότησή του, και γενικά η όλη διαχείρισή του από το Υπουργείο, το έχει φέρει στην κατάσταση που βρίσκεται δηλαδή στον απόλυτο μαρασμό, και κυρίως όπως παρατηρεί και ο συγγραφέας η απαξίωση του θεσμού από το ίδιο το κράτος.
Το τρίτο μέρος του βιβλίου ασχολείται με πιο «φιλοσοφικά» θέματα τα οποία ο συγγραφέας θεωρεί ιδιαίτερα σημαντικά για την πορεία του τόσο στην Τέχνη που υπηρετεί όσο και στη ζωή του. Η μεγάλη του αγάπη και ο θαυμασμός του για τα έργα του Μπαχ, ο χρόνος και η συμπάγεια στην μουσική είναι μερικά από τα θέματα που ερευνά για να καταλήξει στο συμπέρασμα «μήπως λοιπόν η Μουσική είναι ο τόπος της προσωρινής μας ευτυχίας;» Βλέπει τη μουσική σαν μια Κοσμογονία, όπως λεει και ο ίδιος σαν την πρώτη μέρα της Δημιουργίας, η μουσική που φυλακίζει μέσα της τον χρόνο και που οδηγεί στην δική μας απελευθέρωση. Τα κεφάλαια αυτά είναι τα πιο «λυρικά» , αυτά στα οποία η ψυχή φεύγει από τα καθημερινά και ατενίζει την βαθύτερη ουσία της μουσικής δημιουργίας, και είναι ίσως και τα πιο προσωπικά.
Στο Τέταρτο μέρος ο συγγραφέας ασχολείται με την περίπτωση του Σκαλκώτα ο οποίος την εποχή του αντιμετώπιζε ένα παρόμοιο κλίμα στα μουσικά πράγματα της χώρας του. Άλλα τα πρόσωπα της εποχής του, ίδιες και απαράλλαχτες όμως οι καταστάσεις που έπρεπε να αντιμετωπίσει, και που ώθησαν την μεγάλη αυτή μορφή της μουσικής μας στα τελευταία έδρανα της Κρατικής Ορχήστρας. Στο πρώτο κεφάλαιο ( «Σκαλκώτας και Λαϊκισμός») μέσα από την περίπτωση του Σκαλκώτα ο Βρόντος επιτίθεται στον Λαϊκισμό που οδήγησε την μουσική στην σημερινή της εξαθλίωση. Πολύ σωστά στιγματίζει το δήθεν μουσικό πρότυπο που δημιουργήθηκε από την επίδραση της Ανατολής σε διάφορους λαϊκούς συνθέτες οι οποίοι θεώρησαν πως δημιούργησαν μια νέα Μουσική Σχολή η οποία έδωσε μια νέα ταυτότητα στον Έλληνα, στην ουσία όμως το μόνο που πέτυχε ήταν να διευρύνει το χάσμα ακόμα περισσότερο. Εύλογα διερωτάται λοιπόν ο σγγραφέας, ποια η θέση της μουσικής του Σκαλκώτα σε αυτή την χώρα ; Και εδώ επανέρχεται και πάλι στο προσκήνιο η έλλειψη θεσμών οι οποίοι οπουδήποτε αλλού θα είχαν εξασφαλίσει την υστεροφημία του συνθέτη. Εδώ που όπως παρατηρεί ο Χάρης Βρόντος δεν καλλιεργείται ούτε καν σωστή μουσικοκριτική, δεν υπάρχουν μουσικά περιοδικά και που η Σύγχρονη Ελληνική μουσική δημιουργία βρίσκεται υπό διωγμό τόσο από το Μέγαρο μουσικής όσο και από την Λυρική Σκηνή και το Φεστιβάλ Αθηνών , και κυρίως από τα προγράμματα των Ορχηστρών, δεν υπάρχει λοιπόν ελπίδα προβολής των Ελλήνων δημιουργών σύγχρονων ή μη, όταν σε άλλες χώρες οι συνθέτες τους προβάλλονται με τον καλύτερο τρόπο . Ο Σκαλκώτας είναι ίσως ο μοναδικός Έλληνας συνθέτης που κατόρθωσε με τα έργα του να συγκεράση και ενσωματώσει στη μουσική του όχι με Ακαδημαϊκό τρόπο αλλά με πραγματική έμπνευση και χιούμορ την αγάπη του για την μουσική μας παράδοση.
Το τελευταίο μέρος του βιβλίου του Χάρη Βρόντου είναι αφιερωμένο στα τρία μεγάλα σκηνικά έργα του τους «Δαιμονισμένους» τον «Ιουλιανό τον Παραβάτη» και τον «Αλκιβιάδη» που αποτελούν την Σκηνική Τριλογία του. Εκτός από τα λιμπρέτα των δύο τελευταίων , υπάρχει και ένα εκτενές κείμενο για τους «Δαιμονισμένους» και για την δημιουργία της όπεράς του που ανέβηκε στην Λυρική Σκηνή.
Στο έργο αυτό του Ντοστογιέφσκι ο Βρόντος αναγνωρίζει πολλά από τα χαρακτηριστικά προβλήματα της σημερινής κοινωνίας τόσο σε πνευματικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Αυτό που παίζει κυρίαρχο ρόλο στη ζωή του ανθρώπου δεν είναι ούτε τα κοινωνικά συστήματα ούτε και οι ιδεολογίες που τα στηρίζουν, όχι η αγάπη των Ιδεών αλλά η αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Μόνο όσοι έχουν κατακτήσει αυτή την απλή αλήθεια είναι πραγματικά ευτυχισμένοι. Εδώ συγκλίνουν οι απόψεις για τις ιδεολογίες, τα συστήματα, την θρησκεία , την πίστη, την Τέχνη , όλα αυτά που διαπραγματεύεται ο συγγραφέας στα προηγούμενα κεφάλαια. Όταν λείπει η αγάπη για τον άνθρωπο, οι ιδεολογίες οποιασδήποτε απόκλισης γίνονται βρόγχος που μας πνίγει. όπως γράφει χαρακτηριστικά : « Οι επαναστάτες έγιναν δικτάτορες και οι σοσιαλιστικές κοινωνίες ένας ατελείωτος εφιάλτης. Εν ονόματι της ισότητας και ελευθερίας του συνόλου πραγματοποιήθηκαν τα χειρότερα εγκλήματα.»
Στο κεφάλαιο αυτό έχουμε την σπάνια ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την δημιουργία μιας όπερας από την αρχή και μάλιστα με τα λόγια του ίδιου του δημιουργού. Παρακολουθούμε τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει κανείς σήμερα όταν γράφει σε τόσο μεγάλες μουσικές φόρμες μια καθόλου εύκολη δουλειά για έναν σημερινό συνθέτη. Όπως λεει και ο ίδιος : «..κινδύνεψα να εξοντωθώ. Το να ασχολείσαι επί πέντε χρόνια γράφοντας μουσική , ας πούμε έξι συμφωνίες τη μια μετά την άλλη, δεν είναι το ίδιο πράγμα..»
Εάν κανείς διαβάσει τα λιμπρέτα των δύο άλλων έργων του θα βρει και πάλι πολλές αντιστοιχίες με την εποχή μας ιδιαίτερα στον «Αλκιβιάδη» το μόνο από τα έργα του (παραγγελία του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών) που ακόμα δεν έχει παρουσιασθεί.
Στο μονόλογο του Σωκράτη στην Τρίτη Πράξη για παράδειγμα , ο φιλόσοφος απευθύνεται στον Αλκιβιάδη λέγοντάς του : « Δεν άλλαξες μόνο εσύ. Η γενιά σου άλλαξε. Ένας καινούργιος κόσμος έρχεται και δεν μπορώ να τον καταλάβω…μεθύσατε με το εγώ σας.»
Πόσο σύγχρονα ακούγονται αλήθεια τα λόγια αυτά.
Το βιβλίο αυτό του Χάρη Βρόντου δεν είναι λοιπόν μόνο μια καταγραφή γεγονότων και προβλημάτων που επιζητούν άμεσα την λύση τους ,και το χειρότερο είναι επίκαιρα όσο ποτέ άλλοτε, αλλά το ημερολόγιο ενός ταξιδιού που μόλις άρχισε, ενός ανθρώπου που έταξε τη ζωή του και την ψυχή του στην μουσική ειδικά, και στην Τέχνη γενικότερα, ένας μεγεθυντικός φακός που μας επιτρέπει να δούμε με λεπτομέρεια την παρτιτούρα και τις μικρές και μεγάλες αρρυθμίες που περιέχει. Ο Χάρης Βρόντος είναι par excellence ένας συνθέτης της εποχής του , απόλυτα συνεπής ως προς την Τέχνη του αλλά και με απόλυτη αίσθηση της πραγματικότητας που τον περιβάλλει, δεν είναι απομονωμένος στον μουσικό του κόσμο, γνωρίζοντας πως η μουσική οφείλει να αντικατοπτρίζει και να εκφράζει τον κόσμο μας και τα προβλήματά του, και να μας αποκαλύπτει την ουσιαστική αλήθεια, αλλιώς είναι στείρα, μια απλή πνευματική άσκηση. Για να το πετύχει αυτό ο συγγραφέας έχει ρυθμίσει στην εντέλεια τον μετρονόμο του καθιστώντας τον έτσι ευαίσθητο για να μετρήσει τις πιο μεγάλες έως και τις πιο μικρές αρρυθμίες.