Όταν μια μια παράσταση είναι στημένη γύρω από ένα πρόσωπο που προσπαθεί να αναδείξει με κάθε τρόπο, αλλά ουσιαστικά προδίδει το ίδιο το έργο και αφήνει ακάλυπτο και το πρόσωπο αυτό, τότε «κάτι είναι σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας» όπως θα έλεγε και ο ποιητής.

Αυτή την εντύπωση απεκόμιζε κανείς μετά το τέλος της παράστασης του έργου του. Ονεγκερ “Ιωάννα στη πυρα” που είναι η σκηνική μουσική για το ομώνυμο θεατρικό έργο του Πωλ Κλωντελ ( δραματικό ορατόριο), που παρακολουθήσαμε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με την Νόνικα Γαληνέα στον ομώνυμο ρόλο.

Ο Ονεγκέρ ήταν ένας πολύ ενδιαφέρον συνθέτης από πολλές απόψεις και τα έργα του τα διαπερνά μία βαθύτατη πικρή πολλές φορές χιουμοριστική διάθεση στοιχείο που έλειπε εντελώς από την παράσταση που παρακολουθήσαμε.

Ομολογώ πως μόλις ανοίξε η σκηνή και είδα την κυρία Γαληνέα με ένα κατακόκκινο φόρεμα και ένα μακιγιάζ κάτασπρο λες και είχε πέσει στο κεφάλι της ένα σακί αλεύρι, και πίσω της την αλυσοδεμένη Ιωάννα, μπερδεύτηκα ως προς τα πρόσωπα.

Έπειτα από μισή ώρα ορθοστασία και αφού προσπάθησε μετά πολλών βασάνων να φτάσει σε ένα είδος γραφείου σέρνοντας την ατέλειωτη ουρά του φορέματός της, Η κυρία Γαληνέα κάθισε, άνοιξε ένα βιβλίο και άρχισε με μία παραμορφωμένα μικροφωνημένη φωνή, που θύμιζε προεκλογικό λόγο, να διαβάζει τα λόγια της, η Ιωάννα που υποτίθεται πως ήταν αγράμματη, η που όπως λέει το κείμενο θα της διαβάζει ο αδερφός Δομήνικος ενώ αυτη θα τον κοιτά πάνω από τον ώμο του.
Μέσα σε αυτό το πανδαιμόνιο με μια ορχήστρα (ΚΟΑ) που προσπαθούσε να επιβληθεί ήταν αδύνατο να υπάρξει οποιαδήποτε ισορροπία μεταξύ των τραγουδιστών και της φωνής της.

Μάταια προσπαθούσε Η Αννα Μάσχα δεμένη σε ένα πάσσαλο από κόκκινο νέον που θυμιζε το σπαθί του Νταρθ Βέιντερ από τον Πόλεμο των Αστρων ή οι διάφοροι σολίστες που ντυμένοι σαν ψυχοπαθή μωρά τρόφιμοι ενός ψυχιατρείου, πάσχιζαν να αποδώσουν το ρόλο τους.

Το όλο θέαμα μόνο γέλιο έφερνε. Τι να πει κανείς για την χορωδία εκατέρωθεν της σκηνής, Που στο τέλος έβγαλε τις κουκούλες και φάνηκαν τα νέον φωτοστέφανα σαν μάτια ηλεκτρικής κουζίνας. Όλο αυτό το οπτικοακουστικό συνονθύλευμα προκαλούσε μονο σύγχυση στο θεατή.

Μοναδική εξαίρεση και το στοιχείο, που κατά τη γνώμη μου ανέβασε κάπως την παράσταση ήταν εξαιρετικό video art παναγιώτη Γκούμπουρα. Κρίμα που το έργο δεν δόθηκε στη γαλλική αυθεντική του γλώσσα, έτσι κι αλλιώς δεν καταλάβανε κανείς ούτε μία λέξη, αφού άλλωστε υπάρχει η δυνατότητα υπέρτιτλου.

Η σκηνοθεσία του τόσο ταλαντούχου Θωμά Μοσχόπουλου δεν ήταν ιδιαίτερα εμπνευσμένη , φάνηκε σε μία αμηχανία ως προς το έργο και την αντιμετώπιση του, τά δε μοντέρνα κλασικά κουστούμια του Διονύση Φωτόπουλου δεν βοήθησαν ιδιαίτερα την κατάσταση, η οποία έδινε την αίσθηση μιας απόλυτης οπτικοακουστικής σύγχυσης.

Έμεινε Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και ο Νίκος Τσούχλος να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά και το κατάφεραν πολύ καλά σε μεγάλο βαθμό. Ότι ήταν καλό στο κακόγουστο χολιγουντιανό Μεγαρικό αυτό show προήλθε από την εξωτερική πλευρά της σκηνής. Τελικά πολύ κακό για το τίποτα, μια παράσταση που σεσυναυλιακη μορφή θα ήταν σαφώς καλύτερη και σίγουρα με λιγότερο κόστος.