Κάθε σκηνοθέτης που καλείται να ανεβάσει μια όπερα σαν την «Τουραντότ» βρίσκεται σε ένα δίλημμα ως προς το εάν θα ακολουθήσει μια «εξωτική» άποψη η μια πιο «ρεαλιστική-αφαιρετική» . Το ερώτημα βέβαια είναι πόση σχέση έχει η όπερα με την πραγματική Κίνα. Το γεγονός είναι πως ο Πουτσίνι ταξίδεδεψε στη Κίνα και μελέτησε από κοντά την Τέχνη, την μουσική και τον πολιτισμό της, η τελευταία του όμως αυτή μεγάλη όπερα είναι ένα μουσικό έργο βαθύτατα ριζωμένο στην Ιταλική μουσική παράδοση. Έτσι η «κινέζικη ατμόσφαιρα που διαπνέει την «Τουραντότ» παραμένει στο αρχικό επίπεδο της υπόθεσης το οποίο και με τη σειρά του είναι μια commedia dell arte.
Η σκηνοθετική πρόταση του Νίκου Πετρόπουλου ήταν «αφαιρετική» ως προς τα βαριά ντεκόρ που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στις περισσότερες παραστάσεις. Έστησε ένα λειτουργικό απλό μαύρο σκηνικό, που χωριζόταν σε διάφορα επίπεδα με κινέζικα παραβάν, και που διαδοχικά άνοιγαν στην σκηνή των αινιγμάτων και δημιουργούσαν την αίθουσα του θρόνου. Το μαύρο αυτό σκηνικό τόνιζε με αναγλυφικότητα τα υπέροχα κοστούμια της παράστασης των οποίων η χρωματολογια τους προσέδιδε μια ενότητα απόλυτα εναρμονισμένη αισθητικά, είχε κανείς την αίσθηση πως κοίταζε μέσα σε ένα μαγικό κουτί παιχνιδιών με εξαίσια μικρά έργα τέχνης , ένα ιδιωτικό θέατρο μέσα στο «μεγάλο» θέατρο κάτι που δεν μας άφηνε να ξεχνάμε πως ουσιαστικά παρακολουθούμε ένα παραμύθι. Είναι πολύ λεπτή η διαχωριστική αυτή γραμμή της μουσικής του Πουτσίνι και του έργου του Κάρλο Γκότζι, της όπερας και της commedia dell’arte, και η εικαστική ματιά του Ν. Πετρόπουλου τόνισε και τα δύο αυτά στοιχεία εξισορροπώντας τα απόλυτα, κάτι που ελάχιστοι σκηνοθέτες έχουν κατορθώσει .
Φωνητικά η δεύτερη διανομή ήταν η πιο ομοιογενής και μουσικά δεμένη, ενώ η πρώτη έπασχε από ανεπάρκεια φωνών. Η Γκαλίνα Καλίνινα (9/4) ήταν μια σκληρή χωρίς δραματικότητα Τουραντότ, ενώ η Τζιοβάννα Καζολά (10/4) μας έδωσε μια υπέροχη δραματική και φωνητικά άψογη ερμηνεία. Ο Βλαντιμίρ Γκαλούζιν (9/4) διαθέτει μια φωνή βαρύτονου περισσότερο παρά τενόρου και μας έδωσε μια αρκετά καλή ερμηνεία , αλλά ο βετεράνος Λάντο Μπαρτολίνι (10/4) , τραγούδησε έναν υπέροχο Καλάφ κοντά στην παράδοση του Κορέλλι. Στον ρόλο της Λιού η Ελίζαμπεθ Σούλτζ που τραγούδησε στη θέση της Τσετσίλια Γκασντία ήταν άχρωμη και αδιάφορη δραματικά. Η Αλθέα Μαρία Παπούλια ήταν πιο εντυπωσιακή και φωνητικά υγιέστερη αλλά ορισμένες φορές το παίξιμό της ήταν υπερβολικό.
Η Κρατική Ορχήστρα έκανε ότι καλύτερο μπορούσε, αν λάβει κανείς υπ’όψιν του τον περιορισμένο χώρο που είχε στη διάθεσή της, υπό την εμπνευσμένη διεύθυνση του Ντονάττο Ρεντζέττι, ο οποίος παρουσίασε την ολοκληρωμένη μορφή της όπερας όπως την τελείωσε ο Αλφάνο, και που πρώτη φορά παρουσιάζεται στη χώρα μας.
Η παράσταση αυτή της τελευταίας όπερας του Πουτσίνι στο Μέγαρο Μουσικής ήταν μια από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές του Μεγάρου και απέδειξε πως με πολύ καλό γούστο, και με πολύ φαντασία και ταλέντο ένα τόσο δύσκολο και απαιτητικό έργο μπορεί να δικαιωθεί απόλυτα σε μια τόσο μικρή σκηνή.