“ΑΛΟΥΜΙΝΟΚΑΤΑΣΚΕΥΕΣ ΑΦΟΙ ΜΟΝΤΕΓΟΙ”

Η νεα παραγωγή της Λυρικής Σκηνής με την όπερα του Γκουνώ , τάραξε τα λιμνάζοντα νερά του λυρικού μας κόσμου. Η σκηνοθετική απόπειρα του Νίκου Μαστοράκη, ο οποίος για πρώτη φορά σκηνοθέτησε (;) όπερα, ήταν ενδεικτική της αδυναμίας του να κατανοήσει το είδος και το ίδιο το έργο. Η σκηνοθεσία κατέληξε σε μία mise en espace παρά σε μία ολοκληρωμένη παράσταση. Οι τραγουδιστές κινήθηκαν αμήχανα στη σκηνή χωρίς καμία εμφανή σκηνοθετική οδηγία, αφημένοι στη δική τους πρωτοβουλία. Η κινησιολογία της Μαρκέλλας Μανωλιάδη ήταν ανύπαρκτη, και όπου υπήρχε ήταν τουλάχιστον αστεία. Παράδειγμα το σούρτα φέρτα σε στύλ τσιγκολελέττα της χορωδίας στην Πρώτη Πράξη, που θύμιζε πρωινή γυμναστική γυμνασίου .
Την κατάσταση χειροτέρεψαν και τα “κοστούμια” της Ερμινίας Αποστολάκη , που θα μπορούσαν να είχαν αγοραστεί απο καλάθια της οδού Αθηνάς. Καμμία συνοχή μεταξύ τους, δημιουργούσαν μια καταθλιπτική εικόνα των τραγουδιστών. Δεν κατάλαβα επίσης τι νόημα είχαν τα κοστούμια των κομπάρσων σε ύφος Mad Men, οι οποίοι παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα στη “κρεβατοκάμαρα” της Ιουλιέττας σαν ηδονοβλεψίες, καθισμένοι σε πολυθρόνες.
Το σκηνικό του Γιοχάννες Σύτς ήταν τεράγωνα απο αλουμίνιο που άλλαζαν θέση αλλά έκρυβαν τα πόδια των τραγουδιστών. Στη βάση τους είχαν φώτα νέον, που δεν είχαν καλή επαφή , και αναβόσβηναν κάθε λίγο και λιγάκι. Η όλη οπτική της παράστασης θύμιζε regietheater μικρής επαρχιακής Γερμανικής όπερας με σοβαρά οικονομικά προβλήματα.
Το φωνιτικό μέρος της παράστασης ήταν το λιγότερο, μέτριο. Κατα την άποψή μου ο ρόλος δεν ταιριάζει στην φωνή της Μυρτούς Παπαθανασίου που έχει μια lirico spinto φωνή, με πιεσμένη την ψηλή περιοχή. Ο ρόλος απαιτεί μια καθαρά κολορατούρα σοπράνο, σχεδόν σουμπρέττα θα έλεγα, που να έχει τη δυνατότητα να αποδίδει τις πυροτεχνικές εξάρσεις της παρτιτούρας. Η άρια της Πρώτης Πράξης απέδειξε του λόγου το αληθές. Στην τελευταία όμως Πράξη η Παπαθανασίου είχε την ευκαιρία να αποδείξει το ταλέντο της σαν ηθοποιός, ερμηνεύοντας με δραματικότητα τη σκηνή του θανάτου της.
Αρκετά καλός ο Ρωμαίος του Ισμαέλ Τζόρντι, με όμορφη φωνή, τραγούδησε τον ρόλο του πιστός στο γαλλικό ύφος του έργου. Μεγάλη έκπληξη η εξαιρετική Αρτεμις Μπόγρη, που με τη μοναδική της άρια έκλεψε την παράσταση, όπως και η Γερτρούδη της Χρυσάνθης Σπιτάδη.
Με χαρά ακούσαμε πάλι τον Αντώνη Κορωναίο στον ρόλο του Τυβάλδου, η φωνή ήταν στην καλύτερη φόρμα της. Πολύ καλός ο Δούκας του Γιώργου Ρούπα, είναι μια φωνή με μέλλον.
Η μεγάλη έκπληξη, και το βάσλσαμο της βραδυάς, ήταν η Ορχήστρα της ΕΛΣ υπό την διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού. Μας έδωσε μια λυρική ερμηνεία με ευαισθησία ως προς το ύφος του έργου, ερμηνεία που τη χαρακτήριζε η φινέτσα και η ευαισθησία ως προς την παρτιτούρα του Γκουνώ.
Πολύ καλή η Χορωδία της ΕΛΣ που έμοιαζε να πάσχει απο κατάθλιψη, έβγαλαν όμως την βραδυά παληκαρίσια.
Σε γενικές γραμμές μια παράσταση που καλά θα κάνει η ΕΛΣ να εξαφανίσει απο το ρεπερτόριό της, ή να της δώσει ένα γερό face lift την επόμενη φορά που θα την παρουσιάσει.
Τουλάχιστον η νέα διοίκηση του θεάτρου , ανανεώνει το ρεπερτόριό της, με νέα έργα, όπως η “Ηλέκτρα”, η “Λουτσία ντι Λάμερμούρ” και η “Υπόθεση Μακρόπουλος”.Πολύ σημαντικές είναι και οι παραγωγές της Εναλλακτικής Σκηνής με έργα σύγχρονων Ελλήνων συνθετών, μια προσπάθεια που ελπίζω να συνεχιστεί. Σημαντικά βήματα για την τόσο επιβεβλημένη ανανέωση του ρεπερτορίου.

Δυστυχώς τα 200 χρόνια απο την γέννηση του Γκουνώ δεν γιορτάστηκαν απο την Λυρική με τον καλύτερο τρόπο, η γενέθλια τούρτα ήταν εντελώς άγευστη.

Υ.Γ συμπαθητικό το ποστεράκι της παράστασης σε ροζουλί χρώμα, το σχέδιο μου θύμισε σεμενάκι της γιαγιάς μου.