Η παράσταση της «Αίντας» του Τζιουζέππε Βέρντι στο Μέγαρο Μουσικής, ήταν αναμφισβήτητα το καλλιτεχνικό και κοινωνικό γεγονός της χρονιάς. Βέβαια η παράσταση αυτή, τόσο πολυσυζητημένη, δεν ξεκίνησε και με τους καλύτερους οιωνούς. Ακύρωσε και η Daniella Dessi και η Denyce Graves που ήταν να τραγουδήσουν στην πρώτη διανομή λόγω του θανάτου του Giuseppe Sinopoli.
Έτσι η Olga Romanko που ήταν η Αίντα της Β! Διανομής πήρε προαγωγή , ενώ τον ρόλο της Αμνερις τραγούδησε τελικά η Tizianna Carraro. Φυσικά ο Jose Cura στην πρώτη του εμφάνιση στην Αθήνα , αποτελούσε και το επίκεντρο του ενδιαφέροντος.
Πρέπει να πούμε πριν απ’όλα πως ήταν πραγματικά πολύ τολμηρό εκ μέρους του Μεγάρου Μουσικής να ανεβάσει μια τέτοια όπερα, με τόσες μεγάλες τεχνικές απαιτήσεις σε μια σκηνή που δεν είναι φτιαγμένη για όπερα, έτσι και μόνο η προσπάθεια αξίζει ένα μεγάλο μπράβο, κυρίως στο τεχνικό προσωπικό του Μεγάρου που είμαι σίγουρος πως έφθασε στα όριά του για να φέρει σε πέρας μια τέτοια παραγωγή.
Ας αρχίσουμε από το οπτικό μέρος. Βλέποντας την παράσταση αυτή του Pizzi, κανείς απορούσε αν ήταν ο ίδιος άνθρωπος που μερικά χρόνια πριν είχε ανεβάσει εκείνο τον εκπληκτικής αισθητικής «Ορφέα» του Μοντεβέρντι. Η τεράστια άσπρη πυραμίδα με τα μεγάλα σκαλοπάτια στα οποία κόντευαν να σκοτωθούν οι ιερείς στη τελευταία πράξη με τα τεράστια φορέματα που κατέληγαν σε κυκλικά στεφάνια, και που σήκωναν με τα χέρια τους για να κατέβουν, και στην οποία προσπαθούσε να αναρριχηθεί η Αμνερις, έπιανε όλο το χώρο στη σκηνή χωρίς να έχει και καμιά ιδιαίτερη λειτουργικότητα. Οι καθρέφτες γύρω γύρω, ναι μεν μεγάλωναν κάπως τον χώρο, αλλά συγχρόνως βλέπαμε τα μόνιτορ, και τους τεχνικούς που δούλευαν από πίσω. Είναι σίγουρα δύσκολο να σκηνοθετήσει κανείς μια τέτοια όπερα. Έχει ο σκηνοθέτης δύο επιλογές: ή θα παρουσιάσει μια συμβατική σκηνοθεσία «φολκλορικού ύφους», ή θα κάνει κάτι το ριζοσπαστικό. Ο Pizzi διάλεξε έναν μέσο δρόμο χωρίς όμως να καταφέρει να τον δικαιώσει αισθητικά, αν και υπήρχαν ενδιαφέροντα στοιχεία τα οποία όμως δεν κατάφεραν να βγάλουν στην επιφάνεια μια ολοκληρωμένη αισθητική άποψη, όπως για παράδειγμα αυτή του Ronconi που ανέβασε στη Scala, όπου πραγματικά και η αισθητική και οι λύσεις που έδωσε στη σκηνή του θριάμβου, ήταν πραγματικά εξαιρετικές. Το άσπρο χρώμα, αγαπημένο χρώμα του Pizzi, έρχονταν σε αντίθεση με το μπλέ λάπις λάζουλι των κοστουμιών, αλλά τα περισσότερα από αυτά ήταν και υπερβολικά και άβολα σε πολλές περιπτώσεις και κακόγουστα σε άλλες όπως αυτό του Ρανταμές στη Τρίτη Πράξη όταν εμφανίσθηκε με αυτό το πανί, γυμνός, σαν να γύριζε από το γυμναστήριο.
Η έμφαση που έδωσε στα χορευτικά μέρη του έργου, τόσο στη σκηνή του Ναού, στη σκηνή με την Αμνερις και στη σκηνή του θριάμβου, καθώς και η όλη «διαστημική» σε ύφος «Πόλεμος των Αστρων» άποψη των κοστουμιών, μου έφερνε στο μυαλό μουσικοχορευτικά σόου της RAI. Ίσως τελικά να ταιριάζει στην ψυχοσύνθεσή του περισσότερο η οικειότητα της Μπαρόκ όπερας παρά οι μεγάλες θεαματικές όπερες, γιατί είχε κανείς την αίσθηση πως αυτό που έβλεπε κανείς στη σκηνή ήταν μια φιλότιμη προσπάθεια να χειριστεί ένα δύσκολο έργο το οποίο πολλές φορές τον έφερνε σε αμηχανία..
Ούτε όμως φωνητικά, φοβούμαι, πως δικαιώθηκε απόλυτα η παράσταση. O Cura διαθέτει σίγουρα μια δυνατή φωνή, όμως η ερμηνεία του υπήρξε μονολιθική, χωρίς ένα pianissimο η έστω ένα leggato, χωρίς οι μουσικές του φράσεις να είναι όμορφα δομημένες, ήταν μια απότομη και τραχιά σε πολλά σημεία ερμηνεία.
Η Olga Romanko διαθέτει μια καλή και εύρωστη φωνή, χωρίς όμως και αυτή να καταφέρει να συγκινήσει ιδιαίτερα με την ερμηνεία της, ενώ η Τiziana Cararo διαθέτει μια φωνή μάλλον ελαφριά για τον ρόλο, σε πολλά σημεία μάλιστα πίεζε πολύ τη φωνή ειδικά στις χαμηλές περιοχές, είναι μια φωνή για Ροσσίνι και Μότσαρτ, όπως εξ’άλλου διαβάζει κανείς από το βιογραφικό της. Πολύ καλός και ο Paata Burchuladze, και ο Χριστόφορος Σταμπόγλης στο ρόλο του Βασιλιά, ενώ χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον ήταν η ερμηνεία του James Johnson στον ρόλο του Αμονάσρο.
Αρκετά καλή η ΚΟΑ, υπό την διεύθυνση του Donato Renzetti, ο οποίος σε πολλά σημεία διάλεξε πολύ γρήγορους χρόνους, ενώ σε άλλα ήταν απελπιστικά αργός.