Ο πιανίστας Κ. Λούκος ξεκίνησε κάπως νωρίς την καριέρα του, (εμφανίσθηκε μπροστά στο κοινό σε ηλικία οκτώ ετών), και μετά από σπουδές αρχιτεκτονικής αφιερώθηκε στο πιάνο. Στην συναυλία που έδωσε στο Μέγαρο Μουσικής στις 24/5, έπαιξε έργα Μπετόβεν, Σοπέν και Λίστ, ενώ για ανκόρ έπαιξε το θέμα από τις «Βαριασιον, Γκόλμπεργκ του Μπάχ, έργο που ηχογράφησε πρόσφατα. Είναι κρίμα που δεν το έπαιξε στη συναυλία του, γιατί από το λίγο που ακούσαμε, θα πρέπει να είναι μια ιδιαίτερη ερμηνεία.
Μας αποζημίωσε όμως με τα έργα που διάλεξε ξεκινώντας με την Σονάτα έργο 57 του Μπετόβεν όπου η ιδιαίτερη ερμηνεία του άλλοτε ρομαντική, άλλοτε ιδιασυνγκρατική μας αποκάλυπτε έναν ιδιόμορφο μουσικό. Πιο γλυκός και ρομαντικός στις δύο Μαζούρκες του Σοπέν και στην Μπαλάντα αρ. 4, μας αποκάλυψε την μουσικότητά του και την ευαισθησία του. Τέλος όλα τα στοιχεία που τον χαρακτηρίζουν σαν μουσικό βγήκαν στην επιφάνεια στην μεγάλη σονάτα σε σι ελάσσονα του Λίστ. Ερμηνεία και πάλι ιδιόμορφη, ήταν η καλύτερη στιγμή της βραδιάς.
Λίγες μέρες μετά η Καμεράτα έδωσε μια από τις καλύτερες συναυλίες της χρονιάς με ένα πρόγραμμα αφιερωμένο στον Μότσαρτ. Την ορχήστρα διηύθυνε ο γνωστός μας Augustin Dumay, ο οποίος εκτός απο σολίστας έκανε και χρέη μαέστρου.
Η συναυλία ξεκίνησε με το Κουιντέτο για έγχορδα KV 516, που δεν μπορέσαμε όμως να απολαύσουμε επαρκώς αφού η μεγάλη αίθουσα δεν ήταν ακουστικά κατάλληλη για ένα μικρό σύνολο, ο ήχος ήταν πολύ αδύνατος και ιδιαίτερα στα χαμηλά περάσματα χανόταν σχεδόν εντελώς.
Απολαύσαμε όμως μια υπέροχη ερμηνεία της Συμφωνίας Κοντσερτάντε για βιολί και βιόλα, και κυρίως μια εξαιρετική ερμηνεία της Συμφωνίας «Χάφφνερ» που έκλεισε και το πρόγραμμα. Ο Dymay μας έδωσε μια ερμηνεία νευρώδη, γεμάτη ενέργεια, αλλά και με υπέροχα λυρικά περάσματα. Χαρακτηριστική ήταν η εμμονή του στις λεπτομέρειες χωρίς να γίνεται ακαδημαϊκός, βγάζοντας στην επιφάνεια πρωτόγνωρα ακούσματα. Ένας υπέροχος Μότσαρτ που σπάνια έχουμε την ευκαιρία να ακούμε , και μάλιστα από την Καμεράτα.