Μία παράσταση σκηνοθετημένη από έναν από τους μεγαλύτερους σύγχρονους σκηνοθέτες, τον Μπόμπ Ουίλσον, και με μουσική του Ιάνη Ξενάκη, σίγουρα είναι κάτι το ιδιαίτερο. Η παράσταση λοιπόν του «Προμηθέα» που δόθηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών αποτελεί αναμφισβήτητα ίσως το καλλιτεχνικό γεγονός της χρονιάς.
Ο Μπόμπ Ουίλσον για αρκετά χρόνια τώρα κατορθώνει να βρίσκεται στην καλλιτεχνική πρωτοπορία, οι παραστάσεις του πάντα αποτελούν ένα ιδιαίτερο γεγονός. Η ματιά που ρίχνει σε κάθε έργο που αναλαμβάνει να σκηνοθετήσει , αποτελεί έναν αυτόνομο σύνολο που ορίζεται από την κίνηση, το χρώμα τους φωτισμούς, όλα αυτά τα στοιχεία δεμένα σε ένα αρμονικό σύνολο, τα στοιχεία της δημιουργίας ενός ολόκληρου κόσμου. Μέσα από αυτόν τον κόσμο ο Ουίλσον προσπαθεί να φέρει στην επιφάνεια το βαθύτερο «πνεύμα» του έργου, ιδωμένο μέσα από, και για τα, μάτια του σύγχρονου θεατή.

Η παράσταση που παρακολουθήσαμε στο Μέγαρο, μία από τις «προοιμιακές εκδηλώσεις της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας» όπως αναφέρει και το πρόγραμμα, ουσιαστικά δεν αποτελεί ένα αυτόνομο έργο αλλά αποτελείται από αποσπάσματα άλλων μουσικών έργων του Ξενάκη. Εμβόλιμα ανάμεσα στις Πράξεις αποσπάσματα από τα Knee Plays (που αποτελούν το αμερικάνικο μέρος των CIVIL warS), 1984.
Ο Μύθος λοιπόν του Προμηθέα παρουσιάζεται κινησιολογία σε Τρείς Πράξεις αρχίζοντας με τον «Κόσμο από λάσπη» όπου παρακολουθούμε την Πτώση των Τιτάνων, την αρπαγή της φωτιάς και το δώρο στους ανθρώπους από λάσπη, της φωτιάς από τον Προμηθέα. Στη Δεύτερη Πράξη ο Προμηθέας τιμωρείται από τους Θεούς και δένεται σε ένα βράχο, ενώ στην Τρίτη Πράξη παρακολουθούμε ένα «δρώμενο» το οποίο καταλήγει σε έναν ξέφρενο χορό. Εχει κανείς την εντύπωση παρακολουθώντας την παράσταση αυτή πως ουσιαστικά δεν υπάρχει ένας κεντρικός «αριστοτελικός» πυρήνας, πώς παρακολουθεί αρχέγονες μνήμες και εικόνες οι οποίες αναδύονται από το ανθρώπινο υποσυνείδητο, κυρίως στην Πρώτη Πράξη όπου η πολύ αργή κίνηση των ηρώων ξεπερνά την έννοια του κοινού «χρόνου» ,ενώ οι εκπληκτικοί πραγματικά φωτισμοί δημιουργούν μια ιδιαίτερα υποβλητική ατμόσφαιρα, που παρασύρουν τους θεατές σε ένα καινούργιο κοσμικό σύμπαν. Σε αυτή την ατμόσφαιρα πρωταρχικό ρόλο παίζουν τα κοστούμια της Franca Squarciapino άλλοτε φωτεινά και έντονα, και άλλοτε μουντά και σκληρά.
Η μαγεία όμως που δημιούργησε ο Ουίλσον άρχισε να φθίνει στις επόμενες Πράξεις όπου δεν μπόρεσε να αποφύγει κοινοτυπίες και εικόνες που θύμιζαν Γερμανικό θέατρο του 20 και του 30. Κάπως πιο ενδιαφέρουσα ήταν η Τρίτη πράξη όπου οι χορογραφίες επέτρεψαν στους χορευτές να κινηθούν με περισσότερη άνεση κυρίως στον τελικό χορό.
Πρέπει εδώ να αναφέρουμε την εξαιρετική ερμηνεία του Συγκροτήματος «Σείστρον» που αποτελείται από Έλληνες μουσικούς, πραγματικά αντάξιο του καλύτερου αντίστοιχου ξένου. Η ερμηνεία των κρουστών ιδιαίτερα στον χορό της τελευταίας πράξης κυριολεκτικά ήταν ένα ρεσιτάλ, και ελπίζουμε συντομότατα να τους απολαύσουμε και πάλι.
Κλείνοντας, μπορεί να πει κανείς πως παρακολούθησε μια άνιση παράσταση, του υψηλότερου όμως επιπέδου, και παρ’όλες τις αντιρρήσεις που θα μπορούσε να έχει κανείς για την αισθητική η δραματουργική παρουσίαση του μύθου του Προμηθέα, σίγουρα η πρόταση του Ουιλσον τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα.