Μία από τις πιο σημαντικές παραστάσεις που είδαμε φέτος στο μέγαρο μουσικής είναι αναμφισβήτητα η παράσταση της όπερας του Γκαετάνο Ντονιτζέττι «Λουτσία ντι Λάμερμουρ». Τον ρόλο της ηρωίδας του Ντονιτζέττι επωμίσθηκε η περίφημη June Anderson μια από τις σημαντικότερες φωνές της εποχής μας, άξια διάδοχος της Joan Sutherland στο δύσκολο ρεπερτόριο του 19ου Αιώνα. Βέβαια η φωνή δεν είναι αυτό που ήταν κάποτε, ήδη έχει αρχίσει να ερμηνεύει πιο δραματικούς ρόλους, έτσι ήταν αναπόφευκτο να χαμηλώσει τον τόνο. Όμως αυτό που μέτρησε στην παράσταση ήταν η άψογη από όλες τις απόψεις ερμηνεία ενός δύσκολου ρόλου. Το μουσικό ήθος της, η μουσικότητά της, και η τεράστια πείρα της στο ρεπερτόριο αυτό της επέτρεψε να ερμηνεύσει μια μοναδική Λουτσία. Ήταν μια Λουτσία χωρίς υπερβολές, χωρίς υστερισμούς, χωρίς τις μανιέρες μιας Ντίβας, αλλά μια ανθρώπινη, βαθιά τραγική γυναίκα που θυσιάστηκε στον βωμό των πολιτικών συμφερόντων της οικογένειάς της. Ο Ramon Vargas ήταν αρκετά καλός στον ρόλο του Εντγκάρντο, αν και η φωνή του είναι μάλλον μικρή και ελαφριά για έναν τέτοιο ρόλο ο οποίος καλείται να σηκώσει το βάρος της παράστασης μετά την σκηνή της τρέλας. Ο Roberto Frontali παρ’όλο που διαθέτει μια δυνατή και στιβαρή φωνή δεν μπόρεσε να ξεφύγει απο τα κοινά κλισέ της όπερας, ενώ αντιθέτως ο Χριστόφορος Σταμπόγλης στον ρόλο του Ραιμόντο έδειξε πόσο οικείο και ταιριαστό είναι αυτό το ρεπερτόριο για την φωνή του, μας έδωσε έναν τρισδιάστατο χαρακτήρα τόσο δραματικά όσο και φωνητικά. Πολύ καλή η Κρατική Ορχήστρα η οποία όπως εξ΄’αλλου και οι τραγουδιστές έπρεπε να ανεχθούν τα ληθαργικά τέμπι και τις παρατραβηγμένες μουσικές φράσεις του μαέστρου Angelo Cavallaro.
Η όλη παράσταση ήταν κάτω απο την σκηνοθετική και σκηνογραφική επίβλεψη του Νίκου Πετρόπουλου. Ήταν μια τελείως διαφορετική δουλειά απο αυτές που μας έχει συνηθίσει. Απέριττα σκηνικά που ήταν μεγάλα μαύρα πανό που δημιουργούσαν τους εσωτερικούς χώρους και που άλλαζαν ανάλογα, μια μεγάλη σκάλα, και οι φωτισμοί του Rossi δημιούργησαν μια μοναδική ατμόσφαιρα. Πρώτη φορά σε παράσταση της όπερας αυτής, βγήκε τόσο ανάγλυφα η σκοτεινιά και η σκληρότητα του λιμπρέτου, δικαιώνοντας απόλυτα την τελευταία φράση του Εντγκάρντο « Συγχώρεσε Θεέ μου αυτή τη φρίκη…». Είχε την εντύπωση κανείς παρακολουθώντας την όπερα μέσα σε αυτό το κατάμαυρο σκηνικό πως την έβλεπε μέσα απο το μυαλό της Λουτσία, σαν μια τεράστια ψυχολογική camera obscura που μεγέθυνε τα πάντα, όπου κάθε φράση και κάθε κατάσταση την οδηγούσε μαθηματικά στη σκηνή της τρέλας. Και τι καταπληκτικό coup de Theatre να βγει στη σκηνή της τρέλας κρατώντας ένα κατακόκκινο μαντίλι, φορώντας ένα κάτασπρο φόρεμα που απλωνόταν στην μεγάλη σκάλα, και στο τέλος φεύγει όλη η χορωδία απο μπροστά της, η σκηνή αδειάζει και την σηκώνει ο Ραιμόντο για να την οδηγήσει έξω απο την σκηνή, μοναδικό. Μια παράσταση που θα πρέπει να κάνει περήφανο το Μέγαρο.