Η παράσταση του «Μακβεθ» του Βέρντι από την Ε.Λ.Σ ( 15/3.03) θα μπορούσε να ήταν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες που έχει παρουσιάσει τα τελευταία χρόνια το Λυρικό μας Θέατρο κυρίως από σκηνικής πλευράς όμως δυστυχώς οι καλές προθέσεις δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα στον βαθμό που θα μπορούσαν.
Ο «Μάκβεθ» είναι ένας πραγματικός πονοκέφαλος για τα λυρικά θέατρα γιατί η όπερα αυτή του Βέρντι απαιτεί όχι μόνο καλούς τραγουδιστές που να έχουν μια γεμάτη τεσιτούρα, αλλά και μια ισχυρή θεατρική παρουσία πάνω στο σανίδι. Πολλές φωνές που τραγούδησαν τον ρόλο της Λαίδης Μάκβεθ ήταν αμφιλεγόμενες, βασισμένες όμως στο περίφημο ρητό του συνθέτη πως δεν ήθελε όμορφη φωνή για τον ρόλο, αλλά μια δραματική φωνή, επιχείρησαν να τον τραγουδήσουν με καταστροφικά συνήθως αποτελέσματα. Ίσως να μην ήθελε ο Βέρντι μια όμορφη φωνή, σίγουρα όμως ήθελε «φωνή», και εδώ αρχίζουν τα προβλήματα. Στην παράσταση της Ε.Λ.Σ τα προβλήματα αυτά ήταν εμφανέστατα από την αρχή, γιατί όχι μόνο ακούσαμε μια Λαίδη Μάκβεθ ( Tatjana Serjan) που είχε μεν μια άνετη λυρική φωνή με ευκολίες στις ψηλές περιοχές, αλλά πολύ μικρή στις μεσαίες και στις χαμηλές περιοχές, μια φωνή χωρίς όγκο. Τα προβλήματα αυτά φάνηκαν κυρίως στην αρχή της πρώτης άριας της λαίδης και στο ντουέτο της με τον Μάκβεθ, όμως μας αποζημίωσε στην άρια της υπνοβασίας, όπου θαυμάσαμε τις όμορφες μουσικές της φράσεις και την μουσικότητά της σίγουρα όμως δεν έχει κατακτήσει ακόμα τον ρόλο..
Ο Robert Ηyman, ήταν φωνητικά μέτριος στον ρόλο του Μάκβεθ και το χειρότερο σκηνικά ανύπαρκτος. Ένοιωθε κανείς πως το όλο δράμα δεν τον αφορούσε στο ελάχιστο, ήταν απλά «απών».
Την παράσταση που παρακολούθησα (15/3) έκλεψε αναμφισβήτητα ο Δημήτρης Καβράκος ο οποίος ήταν σε μεγάλη φωνητική φόρμα, και μας χάρισε έναν μοναδικό Μπάνκουο. Με την όμορφη γεμάτη φωνή του και η έντονη σκηνική του παρουσία σε συνδυασμό με την μουσική ευγένεια που πάντα τον διακρίνει έκλεψε δίκαια τις εντυπώσεις και το θερμό χειροκρότημα του κοινού.
Πολύ καλός και ο Σταμάτης Μπερής στον ρόλο του Μακντάφφ, τραγούδησε όμορφα την άρια του στην τελευταία πράξη, ενώ πολύ εντυπωσιακός ήταν ο Ζαχαρίας Τσούμος στον μικρό ρόλο του Μάλκολμ , ελπίζουμε να τον ακούσουμε πάλι σύντομα.
Ο μαέστρος Χρύσανθος Αλισάφης εξελίσσεται σε έναν σημαντικό αρχιμουσικό. Κάθε παράσταση που αναλαμβάνει να διευθύνει χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη προσοχή στις δυναμικές της παρτιτούρας και από βαθιά κατανόηση της μουσικής που διευθύνει. Στην παράσταση του «Μάκβεθ», όχι μόνο ακούσαμε επιτέλους λεπτές μουσικές αποχρώσεις από πιανίσσιμι μέχρι φορτίσσιμι, αλλά και μια άποψη για το έργο που ήταν ολοκληρωμένη και τεκμηριωμένη.
Μοναδική έκπληξη απετέλεσε η απόφαση να παιχτεί ηχογραφημένη η μπαντίνα στην Πρώτη Πράξη, λίγο πριν την είσοδο του βασιλιά, πράγμα επιεικώς ανεπίτρεπτο για ένα Λυρικό Θέατρο όπως η Ε.Λ.Σ.
Οπτικά η παράσταση είχε αρκετό ενδιαφέρον. Το σκηνικό ήταν μια απλή πλατφόρμα που ανεβοκατέβαινε και χρησίμευε άλλοτε για πάτωμα, άλλοτε για τραπέζι και άλλοτε για σκεπή, ότι έπρεπε για μια τόσο μικρή σκηνή όπως αυτή της Λυρικής που συνήθως οι σκηνογράφοι παραφορτώνουν με σκηνικά ενώ οι φωτισμοί, ομολογουμένως έσωσαν την παράσταση που ακριβώς εξ’αιτίας του μόνιμου σκηνικού ενίοτε καταντούσε κουραστική. Η σκηνοθεσία ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα χωρίς όμως να αποκαλύπτει καινούργια στοιχεία για το έργο, και σε πολλά σημεία ήταν μάλλον άτοπη. Μια ενδιαφέρουσα «πειραματική» παράσταση που όμως δεν μπόρεσε να ξεφύγει σε πολλά σημεία από τα κοινά θεατρικά κλισέ, μία παράσταση που δεν «τόλμησε» όσο θα έπρεπε να είναι αντισυμβατική.