Το ανέβασμα μιας όπερας όπως οι «Σικελικοί Εσπερινοί» αποτελεί ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα. Όχι μόνο γιατί η όπερα αυτή του Βέρντι, δομημένη πάνω στο είδος της Γαλλικής Grand Opera, ένα είδος προσφιλές στο κοινό του Παρισιού της εποχής, όπου κάθε όπερα έπρεπε να έχει τουλάχιστον πέντε πράξεις και ένα μπαλέτο, έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις, αλλά γιατί είναι και ιδιαίτερα δύσκολο να βρει τους κατάλληλους τραγουδιστές σήμερα, ιδιαίτερα για τον ρόλο της Έλενας.
Έτσι με μεγάλο ενδιαφέρον οι μουσικόφιλοι περίμεναν την παράσταση που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής στις 10/10.
Σε φωνητικό επίπεδο οι διανομές {3 διαφορετικές τον αριθμό}, ήταν σε γενικά επίπεδα αξιόλογες. Σίγουρα η παρουσία καλλιτεχνών όπως του Πάατα Μπουρτσουλάτζε , του Φραντσέσκο Ελερο ντ’Αρτένια, και του Αλεξάντρου Αγκάκε, ήταν εγγύηση για το αποτέλεσμα. Οι δύο σοπράνο η Ελιάν Κοέλο και η Σούζαν Νέβες που διαδοχικά τραγούδησαν τον ρόλο της Έλενας, ήταν εκ διαμέτρου αντίθετες μεταξύ τους. Η Ελιάν Κοέλο έχει μια ιδιαίτερη ευκολία στις ψηλές περιοχές, εξ’αλλου ξεκίνησε την καριέρα της σαν κολορατούρα σοπράνο, αλλά με το υπερβολικό «στήθος» στις χαμηλές περιοχές, προσπαθεί να δώσει την εντύπωση μιας δραματικής σοπράνο, η φωνή όμως ακούγεται «κενή» χωρίς δραματικά κέντρα. Αντίθετα η Σούζαν Νέβες διαθέτει μια υπέροχη φωνή δραματικής σοπράνο με γεμάτες νότες και όγκο φωνής, αλλά και άνεση στις ψηλές περιοχές.
Το ίδιο μπορούσε κανείς να παρατηρήσει και στους δύο τενόρους που ερμήνευσαν τον ρόλο του Αρίγκο, τον Γιάνετς Λότριτς και τον Κήθ Ικάια Πέρντι. Δύο τελείως διαφορετικές φωνές, ο ένας ελαφρύς τενόρος, με μια ομοιογενή φωνή που ταίριαζε περισσότερο για Ροσσίνι και Ντονιτζέττι, ένας καθαρά λυρικός τενόρος, ενώ ο Πέρντι διαθέτει μια ογκώδη φωνή , δραματικής χροιάς, ένας πραγματικός Βερντικός τενόρος. Έτσι η δεύτερη διανομή με την συμμετοχή μάλιστα και του μοναδικού Πάατα Μπουρτσουλάτζε (17/10} ήταν η πιο επιτυχημένη. Εξαιρετικοί ήταν οι Αλεξάντρου Αγκάκε και Τζέιμς Τζόνσον στον ρόλο του Μονφόρ , και ο Ελλερο Ντ’Αρτένια στον ρόλο του Πρότσιντα (10/10}.
Η Χορωδία της Όπερας της Σόφιας ήταν αρκετά καλή, αν και δεν καταλάβαινε κανείς τι γλώσσα τραγουδούσαν, ενώ η ΚΟΑ έκανε ότι καλύτερο μπορούσε κάτω από την άτεγκτη και χωρίς ευαισθησία στις δυναμικές της παρτιτούρας, Ντονάτο Ρεντζέττι.
Η ερμηνεία του δεν ξέφυγε από αυτή μιας μπάντας που δεν παίζει κάτω από forte συμπαρασύροντας δυστυχώς και τούς τραγουδιστές σε έναν αγώνα του είδους «όποιος τραγουδήσει δυνατότερα είναι ο καλύτερος…», και χωρίς να τους επιτρέψει να αναπτύξουν άλλες δυναμικές. Η δεύτερη διανομή που παρακολουθήσαμε (17/10) ήταν σαφώς ανώτερη από την πρώτη από όλες τις απόψεις.
Σκηνοθετικά το έργο κινήθηκε σε κλασσικά επίπεδα, όπως και τα γοητευτικά σκηνικά άλλωστε του εξαίρετου Νίκου Πετρόπουλου, ο οποίος ποτέ δεν προδίδει το έργο και τον συνθέτη χρησιμοποιώντας άτοπα εφφέ, υπέροχο το κυκλόραμα με το νησί και το καράβι στο βάθος, αλλά και η όλη οπτική ποιότητα που δημιούργησε, νόμιζε κανείς πως είχε ζωντανέψει ένα μεσαιωνικό χειρόγραφο, καθώς και οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Σέρτζιο Ρόσσι, ιδιαίτερα στη σκηνή του γάμου της Έλενας με το υπέροχο άσπρο φόρεμα του γάμου (πολύ όμορφα τα κοστούμια), θα περιμέναμε όμως πιο ενδιαφέρουσα κινησιολογία από την Φαόυστα Ματζουκέλλι, η οποία δεν κίνησε την χορωδία αρκετά μέσα στο χώρο η οποία πολλές φορές έδειχνε να είναι αμέτοχη στα συμβάντα επί σκηνής.